Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 16 Ιουνίου 2025
Και απάντησε ο πολύγνωμος 'ς εκείνον Οδυσσέας• «Αμφίνομε, μου φαίνεσαι με γνώσι προικισμένος• 125 και του πατρός σου την καλήν την φήμην έχω ακούσει, πως μέγας ήταν και αγαθός ο Νίσος Δουλιχέας. υιός εκείνου λέγεσαι και άνδρας καλός ομοιάζεις• όθεν και λόγον θα σου ειπώ, να τον φυλάξη ο νους σου. απ' όλα εκείν', όσα 'ς την γη κινούνται και αναπνέουν, 130 του ανθρώπ' ουτιδανώτερο κανένα η γη δεν τρέφει• όσο τα ήπατα κρατούν, κ' οι αθάνατοι ευτυχίαις του δίδουν, λέγει ότι ποτέ κακό δεν θα τον εύρη• αλλ' ότε οι μάκαρες θεοί και λυπηρά του δώσουν, τότε και αθέλητα η καρδιά πάλι βαστά κ' εκείνα. 135 ότι ταιριάζει των θνητών ο νους με την ημέρα, οποίαν στέλνει των θεών και ανθρώπων ο πατέρας. ότι κ' εγώ πανευτυχής θε να 'μουν εις τον κόσμον, αλλά πολλ' άνομ' έπραξα, 'ς την δύναμί μου αυθάδης, θαρρώντας 'ς τον πατέρα μου και 'ς τους αυτάδελφούς μου. 140 όθεν κανένας τ' άδικο ποτέ να μη θελήση, αλλά τα δώρ' ας χαίρεται σιγά των αθανάτων• ως βλέπω εδώ πόσ' άνομα τολμούν τούτ' οι μνηστήρες, και καταλύουν τα κτήματα και την γυναίκα υβρίζουν του ανδρός, 'που από τους ποθητούς μακράν και απ 'την πατρίδα, 145 θαρρώ, δεν θα μείνη πολύ• κ' εγγύς είν'. αλλά σένα θεός αν πάρη σπίτι σου, να μην τον αντικρύσης, την ώρα, οπού 'ς την ποθητήν πατρίδα εκείνος θα 'λθη. ότι, άμα εδώ 'ς το μέγαρο πατήση, δεν πιστεύω αναίμακτα να χωρισθούν εκείνος και οι μνηστήρες». 150
ΜΕΝΑΛΚΑΣ Όπου είν' ο Μίλων ο ώμορφος κι όπου διαβαίνει εκείνος, εκεί με μέλι οι μέλισσες γεμίζουν τις κυψέλες, εκείν' οι γίδες εύρωστες κ' είν' όλες διπλομάννες, εκείνε κ' οι βελανιδιές ψηλότερες ακόμα· σαν φεύγη αυτός, μαραίνονται βοτάνια και τσοπάνης.
Όποιος υποχωρεί και στον εχθρό μπροστά πετάει την ασπίδα, αυτός μου φαίνεται, Ορμίσδα, παλληκάρι ότι δεν μπορεί να πη πως είνε. Και η εκκλησία του Χριστού μας πολεμάει τώρα. Ο καθένας μας θυσία πρέπει να προσφέρη το κορμί του στην Ιδέα, ως που νάρθη εκείν' η ώρα, που μια νέα ζωή στο έρεβος του κόσμου τούτου θα ροδίση. Μαλακά σαν το κερί τα λόγια τότε θάνε των ανθρώπων και γλυκά καθώς το μέλι.
Έχομ' ένα κελλί εγώ μ' έναν πληθοκτίστη κ' έναν καπνοδοχοκαθαριστή, αλλά ποτέ δε μου δίνουν τη σκούπα!» Όταν κάποιος φίλος του τον κατέκρινε για το φόνο της Helen Abercrombie, σήκωσε τους ώμους κι απάντησε: «Μάλιστα, ήταν φοβερό πράμα, μα κ' εκείν' η ευλογημένη είχε κάτι σφυρά πολύ χοντρά».
ΧΟΡΟΣ Σωπαίνω κι ό, τι ν’ το γραφτό μ’ όλους ας πάθω. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Αντίς εκείν’ αυτό σου προτιμώ το λόγο, κι ακόμα επίσης απ’ τ’ αγάλματα τραβήξου και κάμ’ αυτό που σου ζητώ° κ’ έτσι κατόπι θεάρεστον άγιο ολολυγμό να παιανίσης, ελληνική συνήθεια θυσίας ύμνο, θάρρος στους φίλους, βγάζοντας εχθρών το φόβο.
Την ώρα εκείν' η γυναίκα του είχεν αποκουβαλήσει τα στερνά σακκιά του ρυζιού από τον οβορό στο κατώη και πήρε να ποτίση στον ποταμό τ' άλογο. Το γιο του τον είχε στείλει από την αυγή στα Γιάννινα με δυο φορτώματα ρύζια.
Άιντε άιντε, ωρέ, τι τσελιγκάδες θα νάν' εκεί; Μα τσ' φτάν' εκείν' δα η τοσούλα η μκρή η λούτσα για να ποτίζουν τα κοπάδια τσ'; Κι όλο 'ςτον κάμπο αυτοίν' κάθουνται; Δε βγαίνουν στο βνο μπιτ και μπιτ; Ζάνε τα πρόβατα τσ' και το καλοκαίρ' στον κάμπο; Ο Αρβανίτης, που τον εκύτταζε και τόρα με ολάνοιχτα τα μάτια για τα παράξενα λόγια του, δε φτούρησε πλια και του φώναξε με ειρωνικό χαμόγελο.
Και αυτής ο πολυμήχανος απάντησε Οδυσσέας• «Σεπτή θεά, μη μου οργισθής για τούτο• κ' εγώ ξεύρω 215 παρά πολύ 'που ταπεινή θα εφαίνονταν εμπρός σου η Πηνελόπ' η φρόνιμη, 'ς τ' ανάστημα, 'ς το κάλλος• κείνη θνητ' είναι, αθάνατη εσύ και αγέραστ' είσαι. αλλ' όμως πάντοτε ζητώ και θέλω εις την πατρίδα να φθάσω, της επιστροφής να ίδω την ημέρα. 220 και αν εις τα μαύρα πέλαγα θεός πάλι με κρούση, καρδιάν έχω φερέλυπη και θέλει το υπομείνω• ότ' ήδ' υπόφερα πολλά, πολλά 'χω κακοπάθει, ‘ς ταις μάχαις και 'ς τα κύματα• και αυτό μ' εκείν' ας έλθη».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν