United States or United Arab Emirates ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι' η ψυχή καπνός φέβγει και μέσα μπαίνει 100 στης γης με τσιριχτά. Κι' αφτός ολόξαφνος πετιέται, χτυπάει το γόνα και λαλεί παραπονιάρη λόγο «Ωχού, έχει κάπια το λοιπόν και στ' Άδη τα λημέρια ψυχή κι' εικόνα, μα ζωή μηδ' ύπαρξη δεν έχει. Τι του Πατρόκλου μου η ψυχή όλη τη νύχτα η δόλια 105 εδώ κοντά μου στέκουνταν, και στέναζε βογγούσε και κάθε μούλεγε ορισμό· έτσι είταν όμως, φάσμα

Πρέπει λοιπόν εκδίκησι να εύρης γυναικεία για όλα τούτα, ή σπαθί στο χέρι σου να πάρης, η δόλια, ή με φάρμακα τον άνδρα να σκοτώσης και το παιδί, προτού να βρης το θάνατο από κείνους. Εάν δειλιάσης συ γι' αυτό, θα χάσης τη ζωή σου• γιατί όταν έλθουν δυο εχθροί μέσα στο ίδιο σπίτι, θα καταντήση δυστυχής ο ένας ή ο άλλος.

Πολύς απέρασε καιρός. Μα από την μέρα εκείνη Πόνος με σφάζει καρδιακός κ' ήσυχο δε μ' αφίνει. Βολές με κάνει να γελώ, βολές ν' αναστενάζω. Βολές να κλαίω, και βολές τραγούδια ν' αραδιάζω. Κάποτε μ' είδαν στο χωριό, σε μια μεγάλη σκόλη, Κι' όσ' έμαθαν για το νερό, το καταριώνταν όλοι. Κ' η δόλια η βρύση ερήμαξε. Κι' οχ' τότε νύχτα μέρα Ούτε τραγούδι ακούς εκεί, ούτε γρυκάς φλογέρα.

Και δίπλα πάλι η μάννα του θρηνούσε κι' ανοιγμένο κρατούσε μ' ένα χέρι της τον κόρφο, και με τ' άλλο 80 σηκώνει απάνου το βυζί και κράζει με λαχτάρα «Γιε μου Έχτορα, σεβάσου αφτά, λυπήσου με κι' εμένα, κι' η δόλια αν σούδωκα ποτές πονομαλάχτη κόρφο, θυμήσου το έλα, αγόρι μου, και τον οχτρό σου μέσα έμπα και χτύπα απ' το καστρί, μην τ' αντιστέκεις μόνος, 85 τι αν σε σκοτώσει, ω γόϊ κι' αλί! στο στρώμα στολισμένο δε θα σε κλάψω, αστέρι μου, εγώ η πικρή σου μάννα, μήτε η γυναίκα σου η χρυσή, μόνε ταχιά μακριά μας στα πλοία πέρα των οχτρών θα σε σπαράξουν σκύλοι

« Άλλο μην περιμένετε. » Γιατ' ήλθε η χρονιά μας· » Ν αφήσουμε τα πρόβατα. » Με τα λαμπρά κουδούνια, » Και ν' ανεβούμετα βουνά. «'Ψηλάτα κορφοβούνια. » Ν' αφήσουμε τα σπήτια μας, » Τη δόλια φαμηλιά μας

Μα κι' όντας μόνος, ζύγωσε τους πρώτους ο Διομήδης, κι' ομπρός στου γερο-Νέστορα σταμάτησε τ' αμάξι, 100 και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Γέρο μου, αχπώς σε τυραγνούν οι νιοι οι πολεμιστάδες, τι έσβυσε η δύναμή σου πια, σε τρων τα δόλια χρόνια, σούναι αργουλά και τ' άλογα, σαχλός ο παραγιός σου.

— Ο Βασίλ'ς! της είπε λαχανιασμένος. Εκείνη η στιγμή είταν η πρώτη χαρούμενη στιγμή, αφόντας είχε πεθάνει η δόλια η Μάννα, που αιστάνονταν το χαροκαμένο σπίτι.

ΧΟΡΟΣ Αλλοίμονο, η δόλια! θλίψιν αισθάνομαι βαρειά για το χρησμό που εδόθη στ' αφεντικά μου. Τι λοιπόν να κάμω τώρα πρέπει; Με φοβερίζει ο θάνατος. ΚΡΕΟΥΣΑ Γιατί ο λόγος τούτος; κι' ο φόβος σας αυτός γιατί; ΧΟΡΟΣ Τι τάχα: να το ειπούμε ή να το σιωπήσουμε; Να κάνουμε τι τάχα; ΚΡΕΟΥΣΑ Πες μου, μην έχης συφορά καμμιά να ειπής για μένα; ΧΟΡΟΣ Θα σου το ειπώ και δυο φορές ακόμα κι' αν πεθάνω.

Με κεφάλι σκυμμένο στέκουνταν εκεί και τόκλαιγε το κορίτσι που βασανίζουνταν εξ αιτίας του. Έμεινε εκεί κάμποσο. Κι όσο το συλλογιούνταν πως παιδεύτηκε η Σμαράγδα με το να γύρεψε να του δείξη φιλία, άλλο τόσο την πονούσε, άλλο τόσο την αγαπούσε τη δόλια τη μικρούλα.

Τα μάτια της δόλιας της Μάννας άρχισαν να κλειούνε, να βασιλεύουν, σαν όταν πέφτει ο ήλιος πίσω από το βουνό, και τα χείλια της να σφαλούν. Η Βασίλαινα η πλειο μικρή κι' η πλειο αγαπημένη της νύφη άρχισε πρώτη το μυρολόγι. Ο ήχος του μυρολογιού την ξαναγύρισε τη δόλια Μάννα.