Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Αυτά 'πε και όλοι εδάγκασαν τα χείλη τους εκείνοι, θαύμαζαν τον Τηλέμαχον πως θαρρετά μιλούσε• και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος εστράφη και του είπε• «Τηλέμαχ', άσφαλτ' οι θεοί οι ίδιοι σε διδάχνουντους λόγους υπερήφανος και θαρρετός να γίνης• 385 μη τύχητην περίβρεκτην Ιθάκην ο Κρονίδης σε καταστήση βασιληά, 'που το 'χεις πατρικό σου».

Σαν έπεσε η νύχτα, άφησε τους κυνηγούς του στο δάσος, πήρε το νάνο πισοκάπουλα, και γύρισε στο Τινταγκέλ. Από μια είσοδο που ήξερε, μπήκε στον κήπο κι' ο νάνος τον ωδήγησε κάτω από το μεγάλο πεύκο. «Ωραίε Βασιληά, πρέπει ν' ανεβήτε στα κλαδιά αυτού του δένδρου. Πάρ'τε κει πάνω το τόξο και τα βέλη σας: ίσως σας χρειασθούν. Και ησυχάστε, δε θα περιμένετε πολύ.

Όταν οι προδότες την είδαν έτσι ωραία και τιμημένη σαν άλλοτε, ωργισμένοι, εκάλπασαν προς το Βασιληά. Κείνη την στιγμή, ένας βαρώνος, ο Αντρέ Ντενικόλ προσπαθούσε να τον πείση: «Μεγαλειότατε, κράτησε κοντά σου τον Τριστάνο. Χάρις σ' αυτόν θα εμπνέης μεγαλύτερο φόβο στους εχθρούς σου». Και, σιγά σιγά, εμαλάκωνε την καρδιά του Μάρκου.

Σε μια ώρα θα σε μάθη όσα φθάνουν για να διδάξης τον βασιληά τα γονικά του. Με το δίφραγκο του κυνηγού ενοίκιασεν η Μηλιά το βράδυ ένα κομψό αμάξι και σωστά εις τας εννηά το βράδυ επαρουσιάσθηκεν εις την μεγάλη σάλλα του παλατιού.

Ξαφνικά, στο φως του φεγγαριού, βλέπει τη σκιά του Βασιληά στην πηγή. Γνωστική όπως όλες η γυναίκες, ούτε σηκώνει τα μάτια κατά το φύλλωμα του δέντρου. «Θεέ και κύριε μου! λέει χαμηλόφωνα, κάνετε μοναχά ώστε να μιλήσω εγώ πρώτηΠλησιάζει ακόμη.

Αυτά 'πε· κείνος άκουσε τον ποθητόν πατέρα, και, οπ' είχε τα λαμπρ' άρματα, 'ς τον θάλαμο, κατέβη· εκείθ' ασπίδαις τέσσεραις επήρε, οκτώ κοντάρια, 110 τέσσαρα κράνη χάλκινα, μ' αλόγου χήτη ωραία· τα 'φερνε και δεν άργησε να φθάσητον πατέρα. κείνος με τα λαμπρ' άρματα το σώμ' έζωσε πρώτος, κατόπ' οι δούλοι εζώνονταν και οι τρεις επήραν θέσι σιμάτον πολυμήχανον ανδρείον Οδυσσέα. 115 και αυτός, όσο του ευρίσκονταν ακόντια να παλαίση, 'ς το σπίτι του θανάτονε με κάθε βέλος έναν απ' τους μνηστήραις, κ' έπεφταν σωρός εκείνοι εμπρός του. και άμ' έλειψαν του βασιληά, 'που τόξευε, τα βέλη, του στέρεου μεγάρου τουτον θυροπαραστάτη 120 το τόξον έκλινε αντικρύ των τοίχων φωτοβόλων, κ' έζωσ' ευθύςτους ώμους του τετράδιπλην ασπίδα, εις την γενναίαν κεφαλήν καλόν έθεσε κράνος μ' αλόγου χήτη, και φρικτά σειόταν επάν' ο λόφος, και δύο πήρε δυνατά κοντάρια χαλκοφόρα. 125

Καλή είναι η τιμωρία, μα πολύ σύντομη. Η μεγάλη φωτιά θα την κάψη αμέσως, κι' ο δυνατός άνεμος θα σκορπίση γρήγορα την στάχτη της. Κι' όταν σε λίγο θα πέση η φλόγα, η τιμωρία της θα τελειώση κι' όλα. Θέλεις να σου μάθω εγώ ακόμη χειρότερη τιμωρία: τέτοια που να ζη, αλλά στην ατιμία κι' όλο ένα παρακαλώντας το θάνατο; Βασιληά, το θέλεις

Όλοι τον πέρνουν από πίσω. Γαυγίζει δυνατά, και σκαρφαλώνει κατά την ακτή. Μπαίνει στην εκκλησιά και πηδάει στο βωμό. Ξαφνικά ρίχνεται από την τζαμαρία, πέφτει στα πόδια του βράχου, ξαναβρίσκει τα ίχνη στην παραλία, στέκει μια στιγμή στο θάμνο που είχε κρυφτεί ο Τριστάνος, έπειτα φεύγει για το δάσος. Όλοι συγκινούνται. «Ωραίε Βασιληά, λένε οι ιππότες, ας πάψουμε πεια να τον ακολουθούμε.

Έστω, θα φύγω λοιπόν μακρυά απ' αυτό τον τόπο, μακρυά, — άθλιος όπως ήρθα άλλοτε. Αλλά τουλάχιστον, πήτε στο Βασιληά, γι' ανταμοιβή των περασμένων υπηρεσιών μου και για να μπορώ δίχως ντροπή να φύγω μακρυά από δω, να μου δώση λίγα χρήματα να πληρώσω τα έξοδά μου, και να εξοφλήσω το άλογό μου και τα όπλα μου. — Όχι, Τριστάνε, δεν έπρεπε να μου κάμετε αυτή την αίτηση.

'Στά κορφοβούνια τα ψηλά, 'ςτά βαθειά λαγκάδια, 'Σταίς δαφνοσκέπασταις σπηλιαίς και 'στά βαθειά λαγκάδια, Οπώχεις μάνα μάγισσα, πατέρα σου τον ήλιο, Και ταις νεράιδες αδελφαίς, — ταις νυχτογεννημέναις, Πώχεις ραγιάδες τους βοσκούς, τους ώμορφους ζευγίταις· Έλα, βουνίσια Μούσα μου, που ξένου ανθρώπου μάτι Δεν σ' είδε, δεν σ' ελόγιασε νους ξένος, ξένο αχείλι Δεν φίλησε τ' αχείλι σου, έλα 'ςτόν ακριβό σου, Έλα να κλάψουμε κ' ημείς του Βασιληά την Κόρη.

Λέξη Της Ημέρας

παρακόρη

Άλλοι Ψάχνουν