Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025


Τότε ο Ντινάς σηκώθηκε: «Βασιληά, ξαναγυρίζω στο Λιντάν, και παραιτούμαι από την υπηρεσία σου». Κ' ενώ η Ιζόλδη του στέλνει θλιβερό μειδίαμα, ανεβαίνει στο άτι του κι' απομακρύνεται, περίλυπος και σκυθρωπός, με το κεφάλι σκυφτό. Όρθια στέκει η Ιζόλδη κοντά στην πυρά. Το πλήθος γύρω, φωνάζει, καταριέται το Βασιληά, καταριέται τους προδότες. Δάκρυα βρέχουν το πρόσωπό της.

Μπροστά στη σκηνή του Βασιληά Αρθούρου, είχαν απλώση χάμω ένα πλούσιο ύφασμα της Νικαίας, και απάνω είχαν τοποθετήσει τα λείψανα των αγίων, βγαλμένα από της ιερές θήκες τους. Ο άρχοντας Γκωβαίν, ο Ζιρφλέ, και ο αυλάρχης Κε τα κρατούσαν υπό την επίβλεψί τους. Η Βασίλισσα, αφού παρακάλεσε το Θεό, έβγαλε έπειτα τα στολίδια της από το λαιμό και τα χέρια, και τάδωσε στους φτωχούς επαίτες.

Γιατί ο φονηάς του Μόρχολτ θέλησε να με κατακτήση; Α! δίχως άλλο, — όπως ο Μόρχολτ ήθελε τότε να πάρη στο καράβι του τα τρυφερά κορίτσια της Κορνουάλλης, έτσι και συ τώρα με τη σειρά σου, για ωραία εκδίκησι καυχήθηκεςν να πάρης σκλάβα σου εκείνη που ο Μόρχολτ περισσότερο απ' όλες αγαπούσε... — Όχι, κόρη Βασιληά, είπεν ο Τριστάνος.

Μπροστά, στο δρόμο, ο Τριστάνος έστησε ένα κλαδί μοσκοκαρυδιάς όπου ήτανε τυλιγμένο αγιόκλημα. Σε λίγο εμφανίζεται στο δρόμο η πομπή. Πρώτα-πρώτα η συνοδεία του Βασιληά Μάρκου.

Το μακρύ βέλος σφυρίζει στον αέρα, ταχύτερο από χελιδόνι και γεράκι, βγάζει το μάτι του προδότη, ξεσκίζει το μυαλό του, σαν τη σάρκα μήλου, και σταματάει παλλόμενο απάνω στο κρανίο. Δίχως κιχ, ο Γκοντοΐν σωριάζεται και πέφτει απάνω σ' ένα στύλο. «Και τώρα φίλε, φεύγε, λέει η Ιζόλδη στον Τριστάνο. Το βλέπεις οι προδότες ανακάλυψαν το καταφύγιό σου. Ο Αντρέ ζη, θα το προδώση στο Βασιληά.

Αλλά ήρθα εγώ, και τι έκαμα; Δεν έπρεπε να ζη ο Τριστάνος στο παλάτι του Βασιληά, με εκατό νεαρούς ακολούθους γύρω του που θα τον υπηρετούσαν για να τους χρίση μια μέρα ιππότες; Δεν έπρεπε, γυρίζοντας με τάλογό του στης Αυλές και στης Βαρωνείες να ζητάη κατορθώματα και περιπέτειες; Αλλά προς χάρι μου ξεχνάει όλες αυτές της δόξες, εξορισμένος από την Αυλή, καταδιωγμένος σ' αυτό το δάσος, και ζη έτσι σαν άγριος!...»

Μολαταύτα δεν είχε διαβάσει στάστρα ότι η Βασίλισσα θαρχότανε κείνο το βράδυ κάτω από το πεύκο; Ξέρει χίλια πράγματα. Πάρτε συμβουλή απ' αυτόν». Τρεχάτος ήρθε ο καταραμένος καμπούρης. Ο Ντενοαλέν τον αγκάλιασε. Ακούστε τι άτιμη προδοσία συμβούλεψε στο Βασιληά.

Αλλά οι προδότες είπαν: «Βασιληά, άκουσε τη συμβουλή που τίμια σου δίνουμε και πιστά. Εσυκοφάντησαν τη Βασίλισσα, άδικα, το παραδεχόμαστε. Αλλά, αν ο Τριστάνος κι' αυτή γυρίσουν μαζύ στην Αυλή, πάλι θ' αρχίσουν τα λόγια. Άφησε καλλίτερα τον Τριστάνο να φύγη για λίγον καιρό, και μια μέρα βέβαια θα τον ανακαλέσης».

Την ωρισμένη μέρα, όταν οι βαρώνοι συναθροίσθηκαν στην θολωτή σάλα του ανακτόρου, και ο Βασιληάς Μάρκος κάθησε στο θρόνο του, ο Μόρχολτ μίλησε έτσι: «Βασιληά Μάρκο, άκουσε για τελευταία φορά το μήνυμα του Βασιληά της Ιρλανδίας και κυρίου μου. Σου παραγγέλνει να πληρώσης επί τέλους τον φόρο που του οφείλεις.

Αγαπάει τη Βασίλισσα, κι' είναι φανερό για όποιονε θέλει να κυττάξη. Μεις δε θάν' το ανεχθούμε ποτέ». Ο Βασιληάς τους ακούει, αναστενάζει, χαμηλώνει το κεφάλι κατά τη γη, σωπαίνει. «Όχι Βασιληά, δε θάν' το ανεχθούμε πεια. Γιατί ξέρουμε τώρα ότι αυτή η είδησι, αλλόκοτη άλλοτε, έπαυσε πεια να σου φαίνεται παράξενη. Βλέπουμε ότι ανέχεσαι το έγκλημά τους. Τι θα κάμης; Σκέψου και συμβουλέψου.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν