Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025
Πρι να κλειστή αυτό το κεφάλαιο, αξίζει να ειπωθούνε μερικά που μας εικονίζουν την κατάσταση της Αντιόχειας και της Αλεξάντρειας τον πέμτο αιώνα κάτι πιο καθάρια από τις περιγραφές που φάνηκαν απάνω στη σειρά της ιστορίας.
Όλοι τα αισθανόμαστε κάπου εκεί λουφασμένα εμπρός ίσως και δίπλα μας, με την υπομονή και την άσπλαχνη περιφρόνησι αφρικανικού λέοντα. Και ο χιονιάς προδότης έσπρωχνε απάνω τους σύχαμα το καράβι μας. — Χαθήκαμε! ψιθυρίζει χαλκοπράσινος τόρα ο γραμματικός. — Σώπα, μωρέ που χαθήκαμε! φωνάζει αγαναχτισμένος ο καπετάν Δρακόσπιλος. Άλλαξε αμέσως πρόσωπο.
Δεν είχε ούτε δένδρα, ούτε σκιές, ούτε διαβάτες. Ψυχή δεν περνούσε απάνω στο έρημο δρομαλάκι, το χώμα του ήτανε ξερό και το χρώμα μονότονο κάτω απ' το φως. Ένα γαϊδουράκι μονάχα νεογέννητο, ξαφνισμένο απ' την πρωτόφαντη ομορφιά του κόσμου, ξέφυγε μια στιγμή απ' τη μάννα του, που έβοσκε δίπλα στο γρασίδι, κ' έφθασε με τρελλά πηδήματα ως εκεί.
Έρχεται χειμώνας, βλέπεις, σα μπροστά ποιος ν' ανεβοκατεβαίνη με τα χιόνια. — Και ποιό 'νε το χωριό σας; Ο γέρος σήκωσε το χέρι του κι έδειξε ψηλά στο ξόγκωμα του βουνού τα λίγα σπιτάκια. — Απάνου!, να το!. Καρίτσα το λεν. — Και θ' ανεβήτε έτσι φορτωμένοι εκεί απάνω; — Τι να κάνουμε; Μεις, παιδάκι μου, βλέπουμε ζωντανό το χάρο με τα μάτια μας. Άη! οι κακομοίρηδες.
Εκοιμήθηκεν απάνω στο χρυσοσκάλιστο δοιάκι ο τιμονιέρης· ο σκοπός στο ξάγναντο της πλώρης ψηλά εκοιμήθη κ' εκείνος, τηρώντας πάντα τον ίδιον ορίζοντα εμπρός του. Οι καπετάνοι στα χρυσά και τα βελουδένια φορέματα, νυστάζουν ξαπλωμένοι σε πουπουλένια προσκέφαλα κάτω από την πρασινορρόδινη τέντα της πρύμης, και μόλις ακούνε το λεβέντικο τραγούδι που παίζει το σκλαβάκι με τον ταμπουρά.
Κισσέ που απάνω σέρνεσαι στο σπίτι και το ζώνεις με τ' άνανθα, τα σκοτεινά κι ανεύωδα κλαδιά κι ολόγυρα στη θύρα του πένθιμο θόλο απλώνεις, σα νάχη στο κατόφλι της καθίσει η ωχρή βραδιά. Κι ούτε πουλί δεν έρχεται, μήτε του ηλιού το χάδι, και μήτε ένα ψιθύρισμα δε σου ξυπνά η πνοή· άχαρα πάντα απάνω σου περνούν αυγή και βράδυ, λες ίδια ζούμε θλιβερή κι εσύ κι εγώ ζωή.
Δουλεύει, δουλεύει εκεί μέσα με το κορμί του, με το νου του, με τη ψυχή του δουλεύει. Αν οι αφεντάδες του όλοι είτανε Χαφούσηδες, ένας ένας τους θα ξεκάμνανε χτήματα και χωράφια, και θα γυρίζανε στης Ανατολής τα μαύρα τα βάθια. Όλοι τους όμως δεν είναι Χαφούσηδες· τους ίδαμε στην απάνω την Αγορά. Ως τόσο ο πατριώτης μας όλο δουλεύει, όλο νοικοκυρεύεται.
Δυο πιστολιές ακούστηκαν στο σούρουπο, και καταμεσής στη σκάλα του λιμανιού, πλημμυρισμένη από κόσμο — ότι ήταν φτασμένο το βαπόρι — ένας άνθρωπος έφερε βιαστικά την απαλάμη στο στήθος, κλονίστηκε στα πόδια του κ' έγειρε απάνω σε δυο ξένα χέρια, που απλώθηκαν να τον βαστήξουν. Ο φονιάς τού την είχε ανάψει από κοντά, στήθος με στήθος, πριν προφτάση καλά-καλά να τον καταλάβη.
Θα μείνης λίγες ώρες, απόψε πρέπει να γίνη η δουλειά κι άβριο το πρωί. — Μάλιστα, θα γίνη! — Εκεί που το πιστέβεις με τα σωστά σου, γυρίζεις και τι βλέπεις; Ο νοικοκύρης έφυγε· ο μεγαλήτερός του γιός έπεσε απάνω σε δυο σάκκους πίτερα και ρουχαλίζει· η κόρη του ξαπλώθηκε στο κρεββάτι και κοιμάται, είκοσι χρονώ γυναίκα· μια άλλη, δεκαπέντε χρονώ, καμώνεται πως νυστάζει. Βουβάθηκαν όλοι.
Το άδραχνε τέλος νικητής στα χέρια του, έβγαινε απάνω γελαστός και το έδινε στον καπετάνιο, ελπίζοντας ν' ακούση τον γλυκό λόγο του κ' έναν έπαινο. Μα εκείνος σκυθρωπός, κρύος τον εδεχόταν σαν ν' αναγνώριζε τίποτα το κατόρθωμά του και δεν έβγαζεν από τα χείλη του παρά χολή το βρισίδι: — Κεραταΐμ — κερατά!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν