Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Το φέρνουν από δω, απ' εκεί, μπαίνουν στη Μονή, γδαίνουν τη Χάρη της, δεν άφηκαν από σκεύος κι ανάθημα, φορτόνουνται τις καπότες τους και ξεκλέβουνται, απάνω που γιοματίζαμε.

Το εσίμωνε απάνω τους έφευγαν εκείνα· το έπαιρνε, πάλι εφανερώνονταν. Το κρυφτό έπαιζαν μαζί του! Γυρίζω μια ματιά· βλέπω και όλους τους άλλους. Μαύρο φίδι μ' εδάγκωσε. — Μωρέ που άφηκες το τιμόνι; τον ρωτώ. — Το πήρε ο καπετάν Κάργας, μου απαντά. Σύρε, λέει, να ξεκουρασθής λιγάκι. — Στον Κάργα τ' άφηκες! φωνάζω ξετρελαμένος. Και τρέχω στο κάσαρο. Δεν έκαμα δυο πηδήματα, εκυλίσθηκα κάτω ανάσκελα.

Σ' αυτό απάνω, ανασηκώθηκε λιγάκι, ζύγιασε τα μάτια της κατά τη θύρα κι' είπε: — Ανοίξτε τη θύρα κι' αναμεράστε όσοι είστε μπροστά, γιατί μ' εμποδίζετε να ιδώ. θέλω να τον ιδώ τον ξενιτεμένο μου να μπαίνη μέσα μ' όλη του τη λεβεντιά..

Να σου κάμω εγώ τώρα ένα περιβολάκι, ένα σπιτάκι, να δης τι θα πη Ρωμιός». Έτσι μου φαίνεται, σα να παίζουμε με περιβολάκια και με σπιτάκια μέσα στον κόσμο. Σαν τους φυλακισμένους, που για να σκοτώσουν τις μαύρες τους ώρες, ζωγραφίζουν εικόνες απάνω στους τοίχους της φυλακής. Μ' ας μην το φαρμακώνουμε το γλυκό μας ταγέρι με λόγια πικρά. Παίζετε, λυγερές μου, παίζετε. &Πρέπει& να παίζετε σεις.

Χιλιάδες χώρες και λαοί χιλιάδες και χιλιάδες δουλεύουν τη σπαρμένη γη κι ο Ζευς τήνε ποτίζει· μα σαν αυτή την Αίγυπτο, που πλημμυρίζει ο Νείλος, κι ο Νείλος πλημμυρίζοντας το χώμα μαλακώνει, τόσο καλή και καρπερή καμμιά άλλη γη δεν είνε. Ούτ' έχει κι άλλος βασιλιάς τόσες δουλεύτρες χώρες, χιλιάδες αλογάριαστες, απάνω από τρακόσες, όπως ο μεγαλόπρεπος εκείνος Πτολεμαίος.

Τα χρόνια σωρεύονταν το έν' απάνω στ' άλλο, κι' η κάκω η Μήτραινα δεν το καταλάβαινε, γιατί τα δόντια της στέκονταν γερά, και κάθε Σάββατο, που λούζουνται, λούζονταν σύνταχα, στα σκοτεινά στο πρώτο λάλημα του πετεινού της, και πέταζε τ' αποχτενίδια στη φωτιά, κι' έτσι δε μπορούσε να ιδή τα μαλλιά της που είχαν γένει άσπρα, σαν βαμπάκι.

Καθόταν ήσυχα κ' υπομονετικά κ' η μαμά τον ξεχώρισε από μακριά, ενώ το βαπόρι σταματούσε δω και κει στις αποβάθρες. Καθότανε μικρός μικρός και μαζεμένος και το πράσινο καπελάκι του έλαμπε απάνω από το γαλανό νερό.

Βρε τ' ήταν τούτο! βρε τ' ήταν τούτο! Πήγαινε να χάση το μυαλό του ο κόσμος. Όλο το χωριό, αχάραγο ακόμα, ήταν ανάστατο. Παραδέ στην Απάνω Ρούγα χάλαε ο κόσμος. Όλοι οι χωριανοί ήταν στο πόδι.

Να μου σφουγγίσουνε το μέτωπο από τον ιδρώτα. Να με ποτίσουνε νερόμελι με χιόνι. . . Φέρτε και το ραντιστήρι με το ανθόνερο. Απάνω βρίσκεται στο τραπέζι. ΓΑΛΕΡΙΟΣ. Δόστε μου να ξανασάνω. Οι ανωτέρωΚουβικουλάριος Πρέσβεις των Βησιγότθων να σου φιλήσουνε ζητάνε, Καίσαρα, το πόδι. ΓΑΛΕΡΙΟΣ Όχι, είμαι κουρασμένος. Διώχτε τους. Ζαβλακωμένος νοιώθω από την κούρασι.

Από λόγο σε λόγο, από δέντρο σε δέντρο, βρέθηκαν ακόμα παραόξω, κρύφτηκαν από τους γέρους, κι άλλο πια δεν έβλεπαν του σπιτιού παρά ταπάνω τα παράθυρα. Κυνηγούσανε πεταλούδες, παραμόνευαν πουλιά, γυρεύανε να ξετρυπώσουν τον τζίτζικα που τους ξεκούφαινε από παράμερη συκαμινιά, κι απάνω σ' αυτή τη λαχτάρα τους ήρθε να σκαλώσουν το δέντρο και να δούνε τον τζίτζικα.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν