United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο ναύτης, που ήταν στη βάρκα, άφησε τα κουπιά, σήκωσε την τσέργα από τον άνθρωπο, που ήταν καβάλλα, και την έστρωσε κάτω. Κατέβηκαν και οι άλλοι από πάνω. Έπιασαν με προσοχή τον άνθρωπο, που ήταν κουβαριασμένος απάνω στο λαιμό του ψηλού ανθρώπου, και τον ακούμπησαν στη βάρκα. Τον κουκκούλωσαν με την τσέργα και κάθησαν σκυμμένοι από πάνω του.

Τόσα χρόνια το ανάστενα στη φαντασία μου, το έβλεπα γιγαντωμένο εμπρός μου, επάλαιβα μαζί του, εθριάμβευα και τόρα να βγαίνουν όλα ψέματα! Δεν ημπορούσα να το υποφέρω. Κάπου έπρεπε να υπάρχη, κάπου να το συναντήσω, θέλεις κάτω στους βυθούς, θέλεις πέρα στο ακρογιάλι, θέλεις απάνω στα σύγνεφα· έστω! Να το συναντήσω, να μετρηθώ μαζί του και ας με καταλύση.

ΔΕΝ είχε ακόμα φέξει καλά-καλά τα Χριστούγεννα κι' η Τασιούλαινα, η ξακουσμένη νοικοκυρά του χωριού με τον μονάκριβο της τον Γεωργάκη, άντρα είκοσι πέντε χρονών, με μαύρο μουστάκι στριμμένο, άμα ήρθαν από την εκκλησιά, κάθησαν στο τραπέζι, πούχε απάνω μια μεγάλη απλάδα κουλάστρα, και μια γαβάθα με κόττα βραστή κι' ένα τεψί με τηγανίτες, σπάραγνα του μικρού Χριστού, ζεματισμένες με μέλι.

Έρραψε ένα τραπεζομάντηλο από τα ίδιο ύφασμα που έκαμε και τις κουρτίνες, κι απάνω στο τραπέζι είτανε τα παιγνίδια του Σβεν. Το άλογο που έσερνε ένα κάρο, μερικοί μολυβένιοι στρατιώτες και μια σκηνή. Εκεί απάνω είτανε το άσπρο φλιτζάνι του Σβεν με το χρυσό γύρο, ο κομπαράς του, ένα μικρό σπαθί και μια περικεφαλαία. Αυτά είταν όλα όσα άφησε πίσω του.

Ψεύτικος κόσμος, π' ανάθεμά τον! είπε ο Γιαννιός ο Τελεπετέρης ο μαραγκός. — Ό,τι φάη κι' ό,τι πιή κανένας... αναστέναξε ο Θανάσης ο Βιόλας ο παπλωματάς, σκύβοντας τολοστρόγγυλο κεφάλι του απάνω στην ολοστρόγγυλλη κοιλιά του. — Κι' ό,τι αγαπήση! είπε με ψιλή φωνούλα ο Μαθιός ο γυρολόγος, τραγουδιστής με τόνομα και μερακλής ακουσμένος.

Η Αγιατράπεζα άλλο θεόλαμπρο έργο· όχι μονάχα η αρχιτεχτονική της, μα και τα ολόχρυσα κι αργυρά της στολίδια, τ' αρίθμητά της διαμάντια και μαργαριτάρια. Απάνω της στέκουνταν το λεγάμενο Κιβώριο , τέσσερεις καμάρες στηριγμένες σε τέσσερεις αργυρές κολώνες, κι από κάθε της πλευρά κρέμουνταν τέσσερα χρυσοΰφαντα σκεπάσματα με μεγάλη μαστοριά δουλεμένα.

Και από ‘να μονοπάτι, Που γνωρίζει αυτή μονάτη, Τα μεσάνυχτα απογάλι Στα λιβάδια φτάνουν πάλι. 490 Τ' αλογόπλο εκεί κοντά του Να ιδή ανεπάντεχά του Λίγο χόρτο, δεν κρατιέται, 'Σ ταύτο απάνω ευτύς πετιέται· Ω, τι σπάνια, λέει, γλυκάδα, 495 Χλωρασιά και τρυφεράδα, Πώχει τούτη για η χλόη! Και με όρεξι την τρώει·

Αλλά τη νύχτα, από το μνήμα του Τριστάνου ξεφύτρωσε ένας πράσινος και φουντωτός θάμνος με γερά κλαδιά, με άνθη αρωματικά. Σηκώθηκε απάνω από το ξωκκλήσι και βυθίστηκε στον τάφο της Ιζόλδης. Οι άνθρωποι του τόπου έκοψαν το θάμνο. Την άλλη μέρα ξαναφυτρώνει όμοια πράσινος, ανθισμένος, και ζωηρός και βυθίζεται στο νεκρικό κρεββάτι της Ιζόλδης. Τρεις φορές θέλησαν να τον κόψουν. Άδικα.

Και μόλις είδ' ο Ιφικλής απάνω απ' την ασπίδα εκείνα τα κακά θεριά, τα σκιαχτερά των δόντια, έκραξεν απ' το φόβο του κ' εκλότσησεν αμέσως το μάλλινό του σκέπασμα γυρεύοντας να φύγη· όμως ο άλλος, ο Ηρακλής, άπλωσ' ευθύς τα χέρια κ' εγίνηκαν τα δάχτυλα χαλκάδες στο λαιμό τους εκεί που τα φαρμάκια τους όλα τα φίδια κρύβουν, τα φίδια αυτά που κ' οι θεοί τα εχθρεύονται για πάντα.

Εσώριαζε απάνω στη μνήμη του βαρειά και κοφτερά τ' αγκωνάρια της αρχαίας· ως που εκείνη πληγωμένη και άρρωστη έπεφτε κάτω σαν το βαρυφορτωμένο ζω. Τότε πιο άρρωστος εκείνος από τη μνήμη του ξαπλωνότανε στον καναπέ με το κεφάλι στα χέρια, ένας σωρός από κρέας και κόκκαλα. Στην ίδια κατάσταση βρίσκεται και σήμερα. Μα τώρα δεν είνε μόνος. Μαζί του κάθουνται τριγύρω στο τραπέζι και τρεις άλλοι κύριοι.