Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 26 Ιουνίου 2025


Τι θλιβερό που είναι το γεροντικό το κλάμα!-βροχή νυχτερινή που δεν ελπίζει για ήλιο και για ξαστέρωμα. Πήγε κ' η Λιόλια και φίλησε μ' αναφυλλητό και τα χείλια της ακκούμπησαν απάνω στη μύτη της νεκρής πούτον κρύα και κοφτερή σαν κόψη μαχαιριού. . . Ο γυναικοκαυγάς. Την έθαψαν πέρα στα «νέα», κοντά σ'ένα σωρό πέτρες.

Κι ως τόσο δεν μπορεί να μην έτριξαν τασάλευτα κόκκαλά σας σαν ήρθε και πλάγιασε δίπλα σας! Δεν μπορεί να μην το νοιώσατε πως απάνω στο σπίτι μας είνε τώρα ο τάφος, και μέσα σ' αυτό το χώμα γίνεται το σκοταδερό το νυχτέρι. Παράξενο να μη με πιάνη τρομάρα! Να μην τονέ θολώνη φόβος το νου μου! Σίδερο, σίδερο μ' έκαμ' ο Χάρος, και μήτε μέσα στη σπηλιά του δε με τρομάζει ταχόρταγο το θεριό.

Έτρεχαν κ' εκείνοι ζερβόδεξα, εκύταζαν ολόγυρά τους, κάτω στα νερά και απάνω στον αιθέρα, μήπως ξεβράσει κακό η θάλασσα και μήπως βρέξη χάλαρα ο ουρανός. Έτρεχαν κ' εφώναζαν κ' εσφύριζαν δαιμονισμένα: — Σταθήτε!... φυλαχθήτε!... μη και τρακάραμε!... — Μπου!... μπου!... Νταγκ!... νταγκνταγκ!... Φυσώ κ' εγώ τον κόχυλα και τινάζω το γλωσσίδι της καμπάνας ξετρελαμένος.

Το σώμα δεν ακολουθούσε τους πόθους της ψυχής. Μα όταν είδεν ένα στρατιώτη αγριοπρόσωπον, έτοιμο να λογχίση τα πλευρά του, εκατόρθωσε να σπάση τον γλωσσοδέτη: — Μη!... εφώναξε με όλη της τη δύναμι. Και με το μη! εξύπνησε. Δεν είδε ολόγυρά της τίποτα από το φριχτόν όραμα. Το βρέφος εκοιμόταν ακόμη πλάγι της, μέσα στη φάτνη, απάνω στο άχυρο. Αλλά δεν εβασίλευεν η σιγή ούτε το σκοτάδι όπως πριν.

Πρώτος ο Κώστας τον είχε ξαναχτισμένο και μεγαλωμένο, κ' έτσι βάσταξε ως τον καιρό του Αρκαδίου. Είδαμε στο δρόμο μας απάνω κάμποσες σκηνές, και πολύ δραματικές μάλιστα, μέσα στο ιστορικό αυτό τέμενο.

Του οποίου, ο καϋμένος ο κυρ Μέντιος εβάσταξε κάμποσο, ως εδωδά απόξω, μια τουφεκιά δρόμο, του οποίου έβλεπα, του οποίου, τα μάτια μεγάλα-μεγάλα σαν γαλιός, του οποίου σαν αφάληνα ο καϋμένος ο κυρ-Μέντιος. Μα ο κατακαϋμένος ο καπετάνιος χάθηκε από μπροστά μου σαν αστραπή. Εγώ ήμουνα απάνωτη μπουκαπόρτα. Η «Γαλανομμάτα» 'ς τον αφρό ακόμα, σαν να χόρευε.

Άμε στο καλό, χριστιανέ, και με τρόμαξες, γυρίζει και του κάνει η Κερά Φωτεινή, που ως τότε σήκωνε το τραπέζι, μα σ' αυτή την ομιλία απάνω είταν καθισμένη με ταργόχειρό της και άκουγε μ' ατάραχη όψη, μα όχι πάλε και μ' αδιαφορία, παρά να πούμε από στοχασιά και ποταγή στο θέλημα του Θεού. Μα έβλεπες και κάτι πιώτερο στο πρόσωπό της φρόνιμης της Αποδουλίτισσας.

Φωνάζουνε λοιπόν τον άγιο τους τον Ντεντέ να τη διαβάση και να τη γιατρέψη. Τη βλέπει ο Ντεντές και λέει πως αυτή γιατρεμό δεν έχει, γιατί κρατάει Τίμιο Ξύλο απάνω της, που θα τη φυλάη μισοζώντανη ώσπου να γυρίση σπίτι της. Αυτός δεν τολμούσε να ταγγίξη το Τίμιο Ξύλο, κ' είπε και τους άλλους να μην ταγγίξουνε, γιατί θα γίνουνε σκόνη εκεί που στέκουν.

Και όταν η ντόνα Έστερ έσκυψε απάνω του, πιστεύοντας πως αποκοιμήθηκε και σήκωσε ελαφρά τη άκρη από το χράμι, τον είδε να έχει ορθάνοιχτα τα μάτια, το πρόσωπο του να είναι κόκκινο και τα χείλη του να τρέμουν. « Έφις, τι έχειςΤης έκανε νόημα με τα βλέφαρα να πλησιάσει περισσότερο και της ψιθύρισε με αδύνατη φωνή: «Ντόνα Έστερ μου, παρακαλώ, φωνάξτε, εάν θέλετε, τον παπα- Πασκάλε

Σκορπάει τα διαμάντια του απάνω στη γις, πιστέβεις ή δεν πιστέβεις, κ' έτσι καμιά μέρα, και στραβός να είσαι, θα καταλάβης πως εκεί μπροστά σου κάτι λάμπει, κ' ίσως ανοίξουν τα μάτια σου μοναχά τους, για να διής και το φως. Κρίμας, αλήθεια, να μην είμαι Παναγιά. Σας το λέω, παιδιά μου, θα τάπαιρνα όλα ένα ένα και θα τα γιάτρεβα όλα.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν