Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Όταν χωρίζωνται οι άνθρωποι πρέπει να είναι εύθυμοι. Τα κλάματα φέρνουν γρουσουζιά! Γεια σου, Τάσσο! ΦΛΕΡΗΣ — Λέλα, Λέλα. Μη φεύγης, Λέλα. Έφυγε, πάει. Εσύ, Δώρα; Τόσο γλίγωρα; Πώς; Δεν πήγατε με τη βάρκα; ΔΩΡΑ — Ω, ναι, μπαμπά μου. Πήγαμε. Ο κύριος Νίκος ήτο τόσο καλός . . . Όμως έπεσε ο μπάτης και γυρίσαμε μπρος πίσω. ΦΛΕΡΗΣ — Γι' αυτό φαίνεσαι τόσο λυπημένη; Έλα κοντά μου. Δε χάθηκε ο κόσμος.
Ο παις επέταξε την κάπαν του, ενίφθη με την στάμναν, εσφογγίσθη με τα μανίκια του υποκαμίσου του, ήρπασε την καρδάραν και έφυγε τρέχων.
Η δεύτερη αυτή εκστρατεία του δε φαίνεται να βγήκε και πολύ λαμπρή. Μη έχοντας μήτε αρκετό μήτε καλά εφοδιασμένο στρατό εξαιτίας του δεύτερου περσικού πολέμου, έχασε τότες τη Ρώμη. Είναι αλήθεια πως πάλε την ξαναπήρε από τους Γότθους, μα στα 548 θέλοντας μη θέλοντας έφυγε από την Ιταλία.
Είπε, και τρόμαξε η Λενιό η διογεννημένη, κι' έφυγε αγάλια — σκεπαστή με την κατάσπρη μπόλια — κρυφά απ' τους Τρώες· κι' η θεά πήρε το δρόμο πρώτη. 420 Κι' άμα στου Πάρη φτάσανε τ' αρχοντικό παλάτι, τρέξανε αμέσως στη δουλιά οι άξιες παρακόρες, κι' εκείνη απάνω ανέβηκε, η λατρεφτή γυναίκα.
Μα καιρούς καιρούς τον βλέπεις και αγριεύει, και τον πιάνει μια ανησυχία και δεν χωρεί μέσα στα ρούχα του, και δεν ηξεύρει τι κάμνει! Έτσι και σήμερα. Την ώρα που εμείς ήμεθα πίσω στον κήπο με την Ατσιγγάνα, εμβήκεν έξαφνα σαν τον τρελλό στο σπίτι, άρπαξε κάτι τι από τ' αρμάρι κ' εβγήκε κ' έφυγε. Εμείς δεν τον είδαμε.
Βλέποντας ο βασιλεύς ένα τέτοιον περίεργο κυνήγι, άναψεν από επιθυμίαν διά την πιάση ζωντανήν· έτρεξε με μεγάλην βίαν διά να την φθάση, μα η έλαφος αναγελώντας το κυνήγημά του, έφυγε με τόσην ογληγοράδα, που εις μίαν στιγμήν δεν την είδε πλέον.
Συγγενής είναι, στο κάτω κάτω!» «Από συγγενή θα το’βρεις, Έφις!» «Λοιπόν, δεν θα ξαναγίνει πια!» «Έφυγε;» ρώτησε τότε η ντόνα Έστερ, ανήσυχη. «Έφυγε; Ο ντον Πρέντου; Πού πήγε;» «Ποιος μιλάει για τον Πρέντου; Εγώ μιλούσα για εκείνο τον άθλιο.» Ο Έφις κοίταξε το καλάθι. «Εγώ εννοούσα τον ντον Πρέντου…. για εκείνο που έκανα χθες.»
Είκοσι πέντε Χριστούγεννα σωστά λείπει ο πατέρας σου στην Ξενιτειά. Χριστούγεννα, Άη-Βασιλειού και Φώτα δεν έχω κάνει μαζύ του. Μόνον αποκριές, Λαμπρή κι' Άη-Γεώργη... Αντήμερα τ' Άη- Γεωργιού έφυγε... για να μην ξαναγυρίση!... Τι έχω ακούσει παιδί μ', από τον παλιόκοσμο! Τι έχω ακούσει! Φθονούσε τα νειάτα μου, φθονούσε την ωμορφιά μου, πάη καλά, αλλά να φθονή και τη δυστυχία μου!
Προχωρώντας- προχωρώντας οι Τούρκοι μπήκαν και στην Αγιά-Σοφιά, κι’ άρχισαν να πιάνουν και να σκλαβόνουν όσους είταν μέσα, και να αρπάζουν όλα τα πολύτιμα στολίδια της Μεγάλης Εκκλησιάς, και και τη στιγμή, που θα έπιαναν και τον λειτουργό τον Παπά, που δεν είχε τελειώσει ακόμα τα γράμματα της λειτουργιάς, άνοιξε μια θυροπούλα από την ζερβιά τη μεριά προς τον Γαλατά, που είταν σιδηροκλεισμένη, κι’ έφυγε απ’ εκεί με το δισκοπότηρο στα χέρια, για να μην πέση η άγια &Κοινωνιά& στα τούρκικα τα χέρια, κι’ η θυροπούλα ματάκλεισε σαν που είταν πρώτα, κι’ ως τα σήμερα προσπαθούν οι Τούρκοι να την ανοίξουν, αλλά δε μπορούν.
Τι παραιτάς τη μάχη; Τι να σου κάνω πούσαι εσύ πιο δυνατό κοντάρι! αλλιώς, εφτύς θα σούδειχνα πώς παραιτούν πολέμους. Μον έλα λάλα τ' άλογα κατά τον Πάτροκλο ίσια, μήπως τον σφάξεις αν τυχόν σου δώκει νίκη ο Φοίβος.» 725 Έτσι είπε κι' έφυγε ο Θεός. Και τότε εκεί προστάζει ο ξακουσμένος Έχτορας τον άφοβο Κεβριόνη ξανά με τα γοργά άλογα στον κάμπο να γυρίσει.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν