Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Έτσι είπε κι' έφυγε, κ' αφτού τον άφισε μονάχο 35 μ' ελπίδες μέσα στην καρδιά που να γενούν δεν είταν. Έλεγε τάχα πως θα μπει μονήμερα στην Τροία... τυφλός! και δε φαντάζουνταν σαν τι δουλιές ο Δίας λογάριαζε.
Η Εύα η παμπόνηρη καθώς τον είδεν ετουρλώθηκεν εμπρός του ολόγδυμνη, με τα μαλλιά ριγμένα στο πρόσωπο κ' εκείνος επήρε τέτοιο φόβο που έκαμε τον σταυρό του κ' έφυγε με τα τέσσερα.
Την εσκότωσα διά να την πωλήσω. — Κύριε ελέησον! εφώναξεν ο φαρμακοπώλης, Τρελός είσαι; Μη τα λέγεις αυτά, διά να μη σε σκοτώσουν και εσένα! Και ήρχισε να του λέγη ότι ήτο κακός άνθρωπος, και ότι έπρεπε να τιμωρηθή. Ο δε μεγάλος Κλώσος τόσον ετρόμαξεν, ώστε έτρεξεν έξω από το φαρμακοπωλείον, επήδησεν εις την άμαξαν εμάστιξε τα άλογα και έφυγε.
Εγώ με την δύναμιν ενός δακτυλιδιού απερνούσα διά γυναίκα σου και ο άνδρας που έφυγε, και αυτός έχει ένα παρόμοιον, και με αυτό επήρε την μορφήν σου· και επειδή σου εξομολογούμαι το παν σε παρακαλώ συμπάθησόν με.
Ο Μανώλης εξέτεινε προς αναγνώρισιν τα χέρια του· έπειτα περιβαλών με τους βραχίονάς του την κοιμωμένην, την εσήκωσεν ομού με τα σκεπάσματα, κατέβη τας βαθμίδας του σοφά και διηυθύνθη προς την θύραν. Μετ' ολίγας στιγμάς ευρίσκετο εις τον δρόμον και έφυγε με το φορτίον του και με την μεγαλειτέραν δυνατήν ταχύτητα των παραπαιόντων ποδών του.
Κ' έφυγε' πιάσ' ταμπέλια της που λέει κ' η παροιμία. Δυο μήνες τώρα πέρασαν που δεν την ξαναείδα κι άφησα γένεια μακρυά σαν νάμουν απ' τη Θράκη. Ο Λύκος τώρα είνε γι' αυτήν όλο το παν, στο Λύκο τη νύκτα τα μεσάνυκτα την πόρτα της ανοίγει, και μένα με καταφρονεί σαν νάμουν Μεγαρίτης κι ούτε με συλλογίζεται κι ούτε με λογαριάζει.
Πες μου όμως, τώρα που έφυγε η κοπέλλα σου, και τη βλέπεις από μακριά κι ακόμα χαμογελάς, πες μου για το χατίρι του φίλου μου από δω που ήρθε μαζί μου να δη την Πόλη, — πως τα περνάς; Το πιστεύεις τάχατες ακόμα πως σώνει να φυλάγης τόνομα της Φαναριώτικης φαμελιάς σου, και δεν πειράζει να του κολνάς και μια μπέηκη ουρίτσα από πίσω; Πες μου, τι λογής καταφέρνεις εσύ να κρατάς δυο ενάντια πράματα μέσα στην αλαφρή σου καρδούλα; Πες μας, να χαρής τα μαύρα σου μάτια, πότε είσαι Ρωμιός, και πότε Τούρκος; Σα σε στέλνουνε στην Ευρώπη, και κορδώνεσαι μέσα σε ξένα παλάτια, κ' οι ξένοι σε καλοκοιτάζουνε να δουν τι λογής όψη την έχουν οι Τούρκοι, σαν τι φείδι να σε τρώη από μέσα; Ή να το χαίρεσαι τάχα; Να με συμπαθήσης, που θάρρεψα πως μπορεί να το μισοντρέπεσαι.
Επειδή ήθελε να αναχωρήση εκείθεν και ο καιρός τον εμπόδιζε, τούτο δε διήρκει πολλάς ημέρας, κατέφυγεν εις πράγμα ανόσιον· διότι λαβών δύο παιδία ανθρώπων εγχωρίων, τα έσφαξεν. Έπειτα, γενομένου γνωστού του πράγματος, εμισήθη και διωκόμενος έφυγε και ήλθε με τα πλοία του εις την Λιβύαν.
Έπειτα ακούστηκαν βήματα, φωνές. Η αυλή γέμισε κόσμο. Η Νοέμι είδε πλάι της το αγόρι με το πρόσωπό του χλωμό και ορθάνοιχτα τα μεγάλα του μάτια. Έσφιγγε στο στήθος το ακορντεόν σαν να ήθελε να προφυλαχτεί από κάποια επίθεση και του είπε στο αυτί: «Τρέξε. Πήγαινε να φωνάξεις τον Έφις». Κεφάλαιο δέκατο Η ντόνα Ρούθ έφυγε και σκιές και σιωπή τύλιξαν πάλι το σπίτι.
Ως τόσο, όταν ήταν όλοι τους μαζί, καβαλλαρία, με της περικεφαλαίες τους, εφαίνοντο φοβεροί· χωριστά κι' ολίγοι-ολίγοι, εφαίνοντο κι' αυτοί καλοί άνθρωποι. Περάσαμε καλά. Η χολέρα έφυγε σε λίγο. Κοντά στα Χριστούγεννα, ήρθαμε στο σπίτι μας, στους Αγίους Αποστόλους, τo ηύραμε απείραχτο, κ' εκαθίσαμε με αγάπη και ειρήνη.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν