Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025


Προχωρούσε με το άσταθο βήμα λυσσάρικου σκυλιού· αλλά όλος ο κόσμος έφυγε μπροστά του και μόνον από παράθυρα τον είδαν μερικοί κιαυτοί μόλις πρόβαλαν λιγάκι τα κεφάλια των. Μπροστά σένα μαγαζί, που τώχε κλείσει ο πανικός, στεκόταν ένα μουλάρι, στρωμένο με μια πατανία. Ο καταχανάς ανέβηκε σένα πεζούλι δίπλα και πήδηξε στο μουλάρι. Πήρε το χαλινάρι κέδωκε δρόμο του μουλαριού.

Τώρα, τους σάκκους εις τον ώμον και εμπρός! ― Πού πηγαίνομεν ; ― Εις Νεοχώρι. ― Ο δρόμος πολύς και το σκότος βαθύ. ― Τόσον το καλλίτερον, Γιάννη. Δεν θα μας ιδή κανείς. ― Αλλά πώς θα έμβωμεν εις το Νεοχώρι με τους σάκκους εις τον ώμον ; Και αυτός είναι σχισμένος. Ημπορούν να πέσουν τα πράγματα. Στάσου να ιδής. Και έφυγε τρέχων ο Γιάννης.

Στους στοχασμούς μου την ονομάζω κάποτε Μινιόν, γιατί μόνο μ' αυτό τόνομα μπορώ να τη δω έτσι όπως ήρθε κ' έφυγε.

Έμαθα πως ο Σταύρος έφυγε από το σπίτι, γιατί μάλωσε με τον πατέρα, έμαθα ακόμα πως η μητέρα μου αγαπούσε τόσο πολύ το Σταύρο, ώστε αρρώστησε ύστερ' από το φευγιό του κι αυτό στάθηκε η αιτία να πεθάνη. ΓΙΑΓΙΑ Ποιος σου τα είπε αυτά; Πες μου Αννούλα, ποιος σου τα είπε;

Είπε, και όλοι εσυμφώνησαν οι άλλοι, κ' εν τω άμα του Ηλίου ταις καλήτεραις εσύραν αγελάδαις, εγγύθεν, ότι όχι μακράν του μαυροπλώρου πλοίου η ωραίαις πλατυμέτωπαις έβοσκαν αγελάδαις. 355 και ολόγυρα τους έκαμαν ευχαίς των αθανάτων, απ' το υψηλόκομον ιδρύ χλωρά μαδώντας φύλλα, ότιτο πλοίο δεν είχαν ποσώς λευκό κριθάρι. και άμα ευχηθήκαν, κ' έσφαξαν κ' έγδαραν, τα μερία έκοψαν και τα εσκέπασαν 'με διπλωτό κνισάρι, 360 κ' επάνω αυτών ωμά 'βαλαν κομμάτια• και να χύσουν σπονδαίς εις τα καιόμενα σφαχτά κρασί δεν είχαν, και με νερό σπονδίζοντας όλα τα εντόσθια ψήναν. και αφού καήκαν τα μεριά κ' εγευθήκαν τα σπλάχνα, ελιάνισαν τα επίλοιπα και αμέσως τα εσουβλίσαν. 365 ο γλυκός ύπνος έφυγε τότε απ' τα βλέφαρά μου, κ' εκίνησα προς το γοργά καράβι 'ς τ' ακρογιάλι• αλλ' όταν εις το ισόπλευρο καράβ' είχα σιμώσει, ήλθε ο γλυκύτατος καπνός της λίπας προς εμένα, κ' εκλαύθηκα γογγύζοντας εμπρός των αθανάτων• 370 «Δία πατέρα, μάκαρες θεοί, 'που πάντοτ' είσθε, Αχ! για καλό δεν μ' έχετεύπνο βαρύ βυθίσει• κ' εδώ, 'που εμέναν, έπραξαν έργο μεγάλο οι φίλοι».

Αναχωρήσαντες λοιπόν αμέσως εκ της Κνίδου κατά τον αυτόν χειμώνα προσήγγισαν πρώτον εις Κάμειρον της Ροδίας μετά πλοίων ενενήκοντα τεσσάρων και εφόβησαν τον λαόν, ο οποίος, μη γνωρίζων τα διατρέχοντα, έφυγε διότι η πόλις ήτο ατείχιστος.

Την τρίτη φορά δε γλυκογεράνιζε η νεροσυρμή. Δεν έπεφταν κάτασπροι οι αφροί, χιονάτοι σαν πρώτα. Εξέρναε αίμα η σπηλιά. Εροδοκοκίνιζαν βαμένοι στο αίμα οι αφροί. Έπεφταν ρόδινοι κ' έπεφταν φλωμάτοι. Κοντοζύγωσε με δίψα η αγελάδα να πιη. Είδε ματωμένον τον ίσκιο της στην νεροσυρμή. Ελαχτάρισε κ' έφυγε. Αντήχησε βαθύ το παραπονετικό μουκάνημά της στην ακροποταμιά τον κατήφορο.

Βασανίστηκε π. χ. ένας του αναγνώστης, ζορίστηκε η βασιλόπουλα η Ολυμπιάδα, κ' έφυγε κακήν κακώς από την Πόλη η Νικαρέτη, θεοφοβούμενη γεροντοκόρη που στις μέρες του Χρυσοστόμου γύριζε τους δρόμους και μοίραζε χάρισμα γιατρικά για την ψυχή της. Τέλος ζορίστηκαν κι όσοι «Ιωαννίτες» δεν πήγανε να μεταλάβουν από το νέο Πατριάρχη τον Αρσάκιο. Η δύστυχη η Ολυμπιάδα παρηγοριά δεν είχε στην εξορία της.

Σα σούρπωσε κ' έπεσε η μέρα, την πήρε το παράπονο. «Να όψεσαι, παπά, που μ' αποκοίμισε. Νύχτα, βαθειά μεσάνυχτα, ήρθ' ο ταξιδιάρης να με πάρη. Κ' εγώ που τον περίμενα χρόνια και χρόνια, με πλάκωσε ο βραχνάς στην ώρα τη γραμμένη και δεν τον απείκασα. Χαρά σ' τηνε που αγαπούσε και περίμενε. Την πήρε κ' έφυγεΑναστέναξε βαθειά και σταύρωσε τα χέρια της μέσ' στην ποδιά της.

Τον πήραν όμως καταπόδι και τρύπωσε στο τέλος σε μια κλινική χειρούργου, που η πόρτα της έτυχε νάναι ανοικτή κ' εξήγησε στο βοηθό, που ήταν εκείνη την ώρα μέσα, τι ακριβώς είχε συμβή. Ο όχλος των φιλανθρωπιστών, αφού έλαβε λίγα χρήματα, πείσθηκε να γυρίση πίσω και μόλις άδειασε τελείως ο τόπος έφυγε κ' εκείνος. Όταν έβγαιν' έξω κτύπησε στο μάτι του τόνομα στη μπρούντζινη επιγραφή πάνω στην πόρτα.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν