Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 18 Ιουνίου 2025
Το παίρνω μαζί μου, και πηγαίνω να καλοκοιτάξω αυτό το Καστρί εκεί κάτου, να δούμε, είταν κι αυτό Πολιτεία Ελληνική ή όχι; Ως εκεί μπορώ και περπατώντας να πάω. Ως τόσο μη χάνης καιρό εσύ. Έφυγε ο Σφακιανός με τάλογο, και καθώς τραγουδούσε έξω από το χωριό πηγαινάμενος, πρόβαλε ο Προεστός στην αυλή να προσκαλέση το Μυλόρδο στο γλυκό και στον καφέ.
Ποτέ δεν τον ήκουσα ν' αναστενάξη, ούτε τον είδα να δακρύση, ούτε ήρθε να μου κτυπήση ποτέ την πόρτα εις ώραν περασμένην της νύκτας, αλλά μόνον που εκοιμάτο καμμιά φορά μαζή μου και αυτό σπανίως. Αλλ' όταν μια φορά ήλθε και δεν τον εδέχθηκα — διότι ήτο μέσα ο Καλλίδης ο ζωγράφος που μούχε στείλη δέκα δραχμές — μ' έβρισε κι' έφυγε.
ΑΣΤ. Ω μουρέ γέλοια! ΓΡΑΜ. Μπαστιά. Ο Λιάπης έφυγε κι' » έστειλα τζη μπιστεμένοι μου στρατιώταις και » τόνε πγιάσανε και τζη έχω ούλους αρέστο· σε » ούλαις τζη εζάμηνες π' όκαμα κον τούτο μια πο- » σίμπιλε, δεν μπόρεσα να ξανοίξω αν ήτανε κάζο » πενσάτο, γιατί ούλοι αυτοί μιλούσανε λογιών το » λογαδιώ γλώσσαις, και δεν τζη εκαταλάβαινα. » Εκειό που φαίνεται πρέπει ν' άτανε κάζο ατζι- » δέττε, γιατί πρώτη βολά ήτανε γρωνισμένος ο » Λιάπης με τον Κρητικό, ούλα μου τα άττα είναι » τα παρό, και τα ραπορτάρο ς' την Σεβαστή » Διοίκησι, ως καθού είμαι οπλιγάτος , κι' ό,τι ξα » νοίξω κατόπι το ραπορτάρω ως μου μεριτάρει ως » το οφφίτζιό μου, ακαρτερώ ριπόστα στην πα- » ρό μου, για να ρεγουλαριστώ τι να τζη κάμω » τούτοι τζη διαόλλοι οπ' όχ' αρέστο· να τζη φουρ- » κίσω; γη να τζη αμολλάρω. »
Μα πιος, λεβέντη Πάτροκλε, σούμπηξε τ' όπλο πρώτος· δε σ' έσφαξε όμως, μον ξανά τ' άρπαξε εφτύς τρεχάτος κι' έφυγε πίσω ως στο σωρό χωρίς να σε προσμείνει. 814
Μα η Βεργινία τους κύτταζε και τους δυο έτσι αλλοιώτικα! Τo κεφάλι του Νίκου ήτονε βαρύ. Τον είχαν κεράσει το πρωί οι φίλοι, ήπιε και το μεσημέρι, ζαλίστηκε κι απ'το τρέξιμο. . . Έπεσε στον καναπέ κι αποκοιμήθηκε Ηρθε η κυρά Ελέγκω κ’ έφυγε με τη Λιόλια κι ο Νίκος δεν το πήρε χαμπάρι. Όταν ξύπνησε και είδε πούτανε φευγάτες, του κακοφάνηκε.
Ύστερα από την παντρειά του, μη έχοντας ούτε χωράφια να δουλεύη, ούτε γίδια και πρόβατα να βόσκη, ούτε μουλάρι να κάνη τον αγωγιάτη, ούτε καμμιά τέχνη για να ζη στον τόπο του, αποφάσισε το γληγορώτερο να ξινιτευτή. Αποχαιρέτισε τη γυναίκα του κι' έφυγε, κι' αφού πέρασε κάμπους και βουνά, ποτάμια και θάλασσες, έφτασε στην Ξενιτειά.
ΛΟΓ. Τι δε μέλλω γράφειν; και δη λέξον μοι. ΛΟΓ. Ευγενέστατε Κύριε Διοικητή τι έγραψες; ΑΝΑΤ. Όχι μπρε σασκίν, μη γράφεις «τι έγραψες »; σβύσαι βάι — βαϊ μπουτουλά, βάι. ΛΟΓ. Έσβυσα — και δη είπας μοι βράψαι όπερ αν με είπης Ουκούν σαυτόν αιτιώ. — ΑΝΑΤ. Λέγε διώ τώρα, τι λοής έγραψες; ΛΟΓ. » Ευγενέστατε Κύριε ντοικητή. ΛΟΓ. « Αρβανίτη μέτυσε.» ΛΟΓ. « Αρβανίτη έφυγε.» ΛΟΓ. « Εμάς έβανε χάψι.»
Η κυρία Παρρέν μας εζωγράφισεν ένα ωραίον τύπον γενναίας γυναικός, η οποία εγεννήθη ειλικρινής εις τον κόσμον, ήλθεν εις σχέσιν με το ωραίον, προσήρμοσε την καλλιτεχνικήν της ψυχήν εις περιβάλλον που εξέλεξεν η ιδία. Αλλά πάρα κάτω είναι ακόμη ολιγώτερον νέα η γυναίκα αυτή. Επήρε το παιδί της και έφυγε.
— Όχι· έφυγε μια ώρα μπροστήτερα από μένα. — Για δω; — Για δω· — Και πώς δεν ήρθε; — Πώς δεν ήρθε μαθές; — Τι γείνηκε; — Τι γείνηκε, σ' ερωτώ κ' εγώ! Εναγώνιος ανησυχία εκυρίευσε τας δύο γυναίκας. Η Αφέντρα συνήψε τας χείρας εν απογνώσει. — Τι να έπαθε τάχα; — Πού είνε τος; — Γιατί δεν ήρθατε μαζί, αφού ήσουν για νάρθης και συ; ήρχισε να παραπονήται η Αφέντρα.
Και της έδειξε δύο χριστόψωμα. — Εκύτταξε η γρηά την κοπέλλα με το μακάριο της χαμόγελο. — Τα παίρνω, κόρη μου, για τα παιδιά. Η ευκή μου μαζή σου . . . Η κόρη εσυγκινήθηκε κ' έφυγε . . . Η γρηά εσηκώθηκε.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν