Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 18 Μαΐου 2025


Να το· είπεν ο Γιάννος, ιστάμενος και τείνων προς αυτήν την κτέναν. Η Μάρω ώρμησε μετά βίας επ' αυτού, και συνέλαβεν εντός των βραχιόνων της τον Γιάννο, εκφέρουσα φωνάς θριάμβου. Αλλά την ιδίαν στιγμήν ούτος ολισθήσας, ως χέλι από τας χείρας της, έφυγε μακράν, κρυβείς όπισθεν των μεγάλων δένδρων του κήπου. Η Μάρω απεφάσισε να καταδιώξη αυτόν και εκεί.

Νά η Κερά-Δημήτραινα από ‘δω με τις κόρες της, κ’ εγώ από μέρος μου-τα πάντα θυσία για σένα!. . . Λέγαμε δα για σας τόσα καλά, Κερά-Δημήτραινα, και για τις κόρες σας-καλή τύχη νάχουν !. . . Κ' έφυγε η Ευρυδίκη κι απέμεινε το θύμα με τον καινούργιο δήμιο.

Μόνον ένας γείτονας, ο κυρ Μικέλης ο Φλουδάκης, πέρασε το χέρι του απ' το παραθυράκι και μου έρριξε δέκα σβάντζικα. Εγώ του φώναζα να μου φέρη νερό. Αλλά μου είπε, δεν είχε, κ' έφυγε. Ή δεν είχε αληθινά, ή φόβος τον έπιασε και δεν ήθελε ν' αργοπορήση σιμά μου, μην κολλήση. Καλά και τα δέκα σβάντζικα. Λεφτό δεν είχα.

Έφυγε, χάθηκε μακρυά απ' την πολιτεία. Κρύφθηκε στους λόγγους και στα βουνά κ' ύστερα πήρε το δρόμο, σαν αφωρισμένος.... «Και νάμαι που ήρθα. Ο Θεός να με συχωρέση, αδέρφια!»... Αυτά έλεγε ο χωριανός και τα δάκρυα τρέχανε απ' τα μάτια του. Κανένας δεν άνοιξε το στόμα του να μιλήση. Ο ένας κύτταζε τον άλλον.

Η Αμέρσα, ήτις είχεν έλθει ξυπόλυτη, με ελαφρότατον, άψοφον βήμα, εξήλθε, και η μήτηρ της εκλείδωσεν έσωθεν την θύραν. Η Αμέρσα έφυγε τρέχουσα.

Έτσι όλα ήταν ξεκάθαρα. Τα μάτια του τώρα πια διέκριναν τα πάντα: τριγύρω η σκιά από τα λάθη του, το κέντρο φωτισμένο, που ήταν η τιμωρία του Θεού επάνω του. Ξαναπήρε το δισάκι, χωρίς να πει κουβέντα, και έφυγε.

Όλοι οι άλλοι με πλανάνε με τα λόγια. Απ' τον καιρό που έφυγε ο Γιαννιός, ο Γερο-Λαλεμήτρος είχε βρει το μήνα που τρέφει τους ένδεκα. Όλο και στου Καπετάν Λαλεχού τριγύριζε. Και πάντα έφευγε με τον μπόγο γεμάτο. Ένας γεροφαφούτης, λογάς, ψεύτης, έκοβε κ' έρραβε η γλώσσα του απ' την αυγή του Θεού ως τη νύχτα.

Ο πάτερ-Γαλακτίων προβλέπων εμπόδια και ακούων τα συνεχή του Μανώλη χασμήματα, εξηκολούθει να δικαιολογήται διά την βραδύτητά του, χασμώμενος όμως και αυτός. — Του οποίου, τσινάει ο κυρ-Μέντιος. Πρώτη φορά, του οποίου, τον σαμαρώσαμε και τσινάει. Του οποίου, μ' έφυγε και πήγε μέσα εις τα χιόνια και μ' έρριξε κάτου, του οποίου, και μ' έκαμε τα μούτρα σαν δυο ώραις νύχτα . . . του οποίου . . .

Μια φορά μόνον θυμάται, πριν ακόμα μπαρκάρη, θα ήταν ως δεκαπέντε χρόνων, κατώρθωσε και της έφυγετα μισά, 'ς του δρόμου, για να πάγη τα Χριστούγεννα την νύκτατην Εκκλησιά, 'ς την χώρα, να μεταλάβηκαι 'πήγε για ψάρια την παραμονήν, με τον Πετεινάκη, σύντροφος του ψαρά, να τραβά κουπιά.

Ο δε βασιλεύς της εδιηγήθη ευθύς, λέγων, πηγαινάμενος εις τον οντάν της γυναικός μου, την ηύρα με έναν που με επαρομοίαζεν· εγώ βλέποντάς τους έβγαλα το σπαθί μου να τους θανατώσω· αλλ' ο άνδρας επρόφθασε και έφυγε.

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν