Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Σεπτεμβρίου 2025
Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζ', εβυθίσθη. 425 κ' εγώ 'ς τα πλοία κίνησα, 'που εστέκονταν 'ς τον άμμο, και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. και αφού 'ς το πλοίον έφθασα, 'ς την άκρη της θαλάσσης, τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρ' ήλθε νύκτα• 'ς το περιγιάλι επιέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 430 κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' επήρα της πλατύπορης της θάλασσας την άκρη, προς τους θεούς ευχόμενος θερμά, με τρεις συντρόφους, 'που για κάθε κατόρθωμα πίστιν πολλήν τους είχα. και απ' του πελάγου τους βυθούς εκείνη τότ' εφάνη, 435 κ' έφερε δέρματα φωκών τέσσερα, κ' ήσαν όλα νειόγδαρτα• εσοφίζονταν απάτη του πατρός της. και αφού 'ς τον άμμο αυλάκωσε πλαγιάσματα, εκαθόνταν μένοντας• κ' εμείς φθάσαμε σιμά της• τότε αράδα μας πλάγιασε κ' εσκέπασε με δέρμα ένα καθέναν. 440 καρτέρι θα ήταν κει βαρύ• μας έπνιγε η βαρεία των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη. και ποιος βαστά να κοιμηθή με τέρας του πελάγου; αλλά μας έσωσεν αύτη με ανάσασι μεγάλη• εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία 445 μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κήτους. και όλη την αυγή μείναμε, με υπομονή, μ' αγώνα. και η φώκαις απ' την θάλασσαν ήλθαν μαζή, και αράδα εις τ' ακρογιάλι επλάγιασαν, και από τα βάθη ο γέρος ήλθε καταμεσήμερα, και αυτού ταις φώκαις ηύρε, 450 ταις παχουλαίς, κ' εξέτασε και αρίθμησέ ταις όλαις, κ' εμάς πρώτους λογάριασε 'ς τα κήτη, και ότι δόλος ήταν δεν εδοκήθηκε, και επλάγιασε κ' εκείνος. και με βοή χουμήσαμε και αδράξαμέν τον όλοι σφικτά, και αυτός δεν ξέχασε την δολερή του τέχνη. 455 και πρώτ' απ' όλα εγίνηκε λέοντας καλογένειος, ευθύς κατόπι δράκοντας, και πάρδαλις, και κάπρος• νερό ρεούμεν' έγινε, και δένδρον υψωμένο. τον εκρατούσαμεν εμείς, με υπομονή, μ' αγώνα• και ο γέρος, άμ' απόκαμε 'ς τόσους 'πώχει δόλους, 460 προς εμέ τότ' ωμίλησε, κ' ερώτησέ με• Ποίος θεός, Ατρείδη, σου 'δειξε καρτέρι να μου στήσης, και να με πιάσης στανικώς; ποια έχεις εσύ χρεία;
Αυτά 'πα, κ' ευθύς μου 'δωκεν απάντησιν εκείνος• Ατρείδη, αυτά τι μ' ερωτάς; ποσώς δεν σε συμφέρει να ηξεύρης και να μάθης κείνα, 'που κλεί μέσα ο νους μου• πολληώρα δεν θα 'σαι άκλαυτος, όταν τ' ακούσης όλα. ότι απ' αυτούς πέσαν πολλοί, και άλλοι πολλοί εσωθήκαν. 495 των αρχηγών των Αχαιών εχάθηκαν δυο μόνοι 'ς τον γυρισμό• 'ς τον πόλεμο και συ παρευρισκόσουν. ένας ακόμη ζωντανός 'ς τα πέλαγα κρατιέται• και ο Αίας 'ς τα μακρύκουπα καράβια του αφανίσθη• εις ταις Γυραίς πρώτ' έφερεν αυτόν ο Ποσειδώνας, 500 τραναίς πέτραις, κ' εφύλαξεν απ' την θαλασσοζάλη• κ' είχε σωθή, και μισητός ας ήταν της Αθήνης• αλλ' είπε λόγον βλάσφημον, μεγάλως ετυφλώθη• πως έφυγ', είπε, εις των θεών το πείσμ', από το βάθος• ο Ποσειδώνος άκουσε 'που αυτός μεγαλολόγα, 505 και άδραξ' ευθύς την τρίαινα 'ς τα χέρια τ' ανδρειωμένα, την Γυρή πέτρα εκτύπησε, την έσχισε• ένα μέρος έμειν' αυτού• 'ς το πέλαγο τ' απόκομμα εβυθίσθη, 'π' ο Αίας πρώτα εκάθονταν την ώρα 'που ετυφλώθη, κ' έφερνε αυτόν 'ς τον άπειρον κυματισμένον πόντο. 510 έτσι αφανίσθηκεν αυτός αφού κατέπιε άρμη. και ο αδελφός σου εξέφυγε τότε την μαύρη μοίρα μες τα βαθειά καράβια του• τον έσωσεν η Ήρα. αλλ' όταν εκοντόφθανε 'ς το όρος του Μαλέα το υψηλό, τον άρπαξε κ' επήρε ανεμοζάλη 515 'ς την ιχθυοφόρα θάλασσα, και αυτός βαρειά βογγούσε. και κείθ' έδειχνε ακίνδυνος ακόμη ο γυρισμός τους, κ' έστειλαν πρύμον οι θεοί, κ' έφθασαν 'ς την πατρίδα, εις ακρογιάλι εξοχικόν, όπου εκατοίκα ο Θυέστης το πάλαι, τότ' ο Αίγισθος υιός του εκατοικούσε. 520 κ' εκείνος μ' αναγάλλιασι 'ς το πατρικό του χώμα επάτησε, και το 'πιασε, κ' εφίλειε το με πλήθια δάκρυα θερμά, χαρούμενος ότ' είδε την πατρίδα• και απ' την σκοπιά τον ξάνοιξε ο σκοπός, οπού 'χε στήσει ο δολερός ο Αίγισθος, και του χε τάξει δώρο 525 δυο χρυσά τάλαντα, και αυτός ολοχρονής εφύλα, μη του περάση απάντεχος και δράξη ευθύς τα όπλα• και του ποιμένα των λαών κατέβη να το είπη. κ' ευθύς τέχνασμα επίβουλον ο Αίγισθος ευρήκε• είκοσι παίρνει διαλεκτούς άνδραις, κ' εις ένα μέρος 530 τους κρύβει, και αλλού τράπεζα προστάζει να ετοιμάσουν• και αυτός τον Αγαμέμνονα κατέβη να καλέση, με άλογα, με άμαξαις, και έργ' άσχημα εμελέτα. τον πήρε ανυποψίαστον του ολέθρου, εδείπνισέ τον κ' εσκότωσε, ως σκοτόνουσι το βώδι 'ς το παχνί του. 535 και ουδ' ένας τότε απόμεινε της συντροφιάς τ' Ατρείδη, ουδέ του Αιγίσθου, αλλ' όλοι τους 'ς το σπίτι εφονευθήκαν.
Τούτο ακριβώς συμβαίνει καθ' ην στιγμήν εισάγομεν τον αναγνώστην εις την σοβαράν αυτών συνδιάσκεψιν. — Να σου ειπώ, αδελφέ, λέγει ο υπάλληλος προς τον βιομήχανον· εγώ χρεωστώ την θέσιν μου εις τον Εδρίς. Μ' έσωσεν από την δυστυχίαν, μου έδωκε ψωμί, μ' έκαμε και κουμπάρον. — Εννοείς, ότι θα ήτο μαύρη αχαριστία να μη του δώσω ψήφον!
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν