Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Τίποτε απάνω του δεν έδειχνε την απελπισία, πιστόν καθρέφτη βασανισμένης ψυχής. Όλα του ήρεμα σαν τη θάλασσα που μας εκρυφάκουε. Μόνον τα χείλη του μιαδυο φορές εσπαρτάρισαν άξαφνα, λέγεις και φλόγα ο λόγος έβγαινεν από τα φυλλοκάρδιά του. Ετόλμησα τέλος κάτι να του ειπώ, να του αλλάξω τον νου. — Μα παιδί μου!... Αλλά μόλις άρχισα και βλέπω τον καπετάν Τραγούδα να πηδάη ξαφνισμένος απάνω.

Ο θεός εκείνος ελατρεύετο ακόμη εν Γερμανία υπό το όνομα του Αγίου Βίτου• αι τελεταί όμως αυτού δεν είχον μεταβληθή μετά του ονόματος. Τα χείλη των χριστιανών γυναικών εξηκολούθουν ζητούντα παρ' αυτού ό,τι εζήτουν και αι άσεμνοι ειδωλολάτριδες, ηδονάς ή ευτεκνίαν· ο δε καλός Άγιος σπανίως εκώφευεν εις τας τοιαύτας δεήσεις.

Ρωμαίε, μα τα εύμορφα της Ροζαλίνας μάτια, μα το λευκόν της μέτωπον, τα κόκκινά της χείλη, μα το μικρόν ποδάρι της, την άντζαν της την ίσιαν, μα το παχοτρεμουλιαστόν μηρί της, σ' εξορκίζω, 'ς την φυσικήν σου την μορφήν εμπρός μας εμφανίσου ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Εάν σ' ακούση, βέβαια μαζή σου θα θυμώση.

Έλαιον δε οι κατοικούντες παρά τα έλη Αιγύπτιοι μεταχειρίζονται το παραγόμενον εκ του καρπού των σιλλικυπρίων, το οποίον οι Αιγύπτιοι καλούσι κίκι. Ιδού δε πώς το έχουσι· σπείρουσιν εις τα χείλη των ποταμών και των λιμνών τα σιλλικύπρια ταύτα, τα οποία εις την Ελλάδα αυτομάτως φύονται άγρια· αυτά σπειρόμενα εις την Αίγυπτον, φέρουσι πολύν πλην δυσώδη καρπόν.

Εκείνη έκυψε προς αυτόν: — Δέσποτα, είπεν, επίστευες ότι θα σε εγκατέλειπον; Και αν οι Θεοί μου προσέφεραν την αθανασίαν, εάν ο Καίσαρ μοι έδιδε την αυτοκρατορίαν, — πάλιν θα σε ηκολούθουν! Ο Πετρώνιος εμειδίασεν, ηνωρθώθη και επέψαυσε τα χείλη της. — Ελθέ μετ' εμού, συ αληθώς με ηγάπησες, θεσπεσία μου! . . . Εκείνη έτεινε προς τον ιατρόν τον ροδαλόν βραχίονά της.

Η Γκριζέντα ακούμπησε τον κουβά στο κάθισμα και έπεσε επάνω στο μωρό που της χαμογελούσε από το στρώμα κουνώντας τα ποδαράκια του στον αέρα και προσπαθώντας να τα πιάσει με βρώμικα χεράκια του. Του φίλησε τον ποπό, βυθίζοντας τα χείλη της στην τρυφερή σάρκα στα σημεία όπου οι αυλακιές σχημάτιζαν ροζ και βιολετί γραμμές.

Και συ, καλέ γιδοβοσκέ, δόσε μου το ποτήρι, δόσε μου και τη γίδα σου να την αρμέξω τώρα, να στάξω από το γάλα της πρώτα σπονδές στις Μούσες. Μούσες, σας χιλιοχαιρετώ και για 'δική σας χάρι άλλη φορά γλυκύτερα θα ξανατραγουδήσω. ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ Θύρσι, τώμορφο στόμα σου νάνε γεμάτο μέλι, σύκα γλυκά του Αιγάλεου τα χείλη σου να ευφραίνουν γιατί περνάς το τζίτζικα στο γλυκερό τραγούδι.

Τα χείλη του δεν ξεκόλλησαν από πάνω. Και από το φιλί εκείνο χύθηκε γύρω του κ' επλημμύρησε τον ήσυχον αέρα μια αρμονία ανήκουστη. Ένα μέλι χρυσοκίτρινο άρχισε να στάζη από τα λιγωμένα σύννεφα του βασιλέματος στα αέρινα βουνά, στις γαλάζιες στεριές περίγυρα, στα βαθυκοιμισμένα νερά, κ' ένα λίγωμα θανάτου κράτησε την αναπνοή του απέραντου θόλου.

Εκείταις μάνδραις έκλαιαν, και αυτών έρριξε η Κίρκη να φάγουν πρινοβάλανα, ακράνια, βαλανίδια, εκείνα, οπ' όλα είναι τροφή των χαμοκοίτων χοίρων. κ' έγυρ' ευθύς ο Ευρύλοχοςτο μελανό καράβι, να ειπή την μαύρη συμφορά, 'που τους συντρόφους ηύρε. 245 και ο πόνος ως τον έπνιγε, να βγάλη από τα χείλη λόγο δεν εκατόρθονε• τα μάτια του εγεμίζαν δάκρυα, και μόνον κλάμματα είχε η ψυχή του εμπρός της. αλλ' ότε όλοι ερωτήσαμεν εκείνον με απορία, τοτ' εδιηγήθη την φθορά των θλιβερών συντρόφων• 250 «'ς τα δάση, ως είπες, πήγαμε, λαμπρότατε Οδυσσέα, κ' ηύραμε μέγαρα λαμπρά και μαρμαροκτισμένα, εις τόπον ολοφάνερο, 'ς της λαγκαδιάς την μέση. κάποια κει μέσα, υφαίνοντας μέγα πανί, τραγούδα, είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• κ' εκείνοι την φωνάξαν, 255 και αυτή πετάχθη και άνοιξε ταις φωτοβόλαις θύραις, και τους καλούσε• αστόχαστα κατόπι επήγαν όλοι. απάτην εδοκήθηκα κ' έμεινα οπίσω μόνος. κ' εκείνοι ανεμοκάηκαν όλοι μαζή και ουδ' ένας εφάνη πλειά, κ' έμεινα εγώ πολληώρα καρτερώντας». 260

Δεν ήτο πλέον ο Βινίκιος ο άλλοτε, ο καλός και σχεδόν προσφιλής εις την ψυχήν της· ήτο σάτυρος μοχθηρός. Εις μάτην, κύπτουσα όπισθεν, απέστρεφε την κεφαλήν διά να αποφύγη τα φιλήματα. Εκείνος ανωρθώθη, την έδραξε με τους δύο βραχίονας, έσυρε την κεφαλήν της επί του στήθους και με στόμα ασθμαίνον ήρχισε να εκμυζά τα ωχρά χείλη της. Εκείνη ησθάνετο ότι έμελλε να υποκύψη.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν