United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επλησίασε τα χείλη του εις το ους του Πετρωνίου, και χαμηλοφώνως, διά να μη δυνηθή να ακούση ο Βινίκιος: — Εις τας πύλας του κόσμου του αγνώστου, ηθέλησα να κάμω την μεγίστην θυσίαν, την οποίαν ποτέ δεν ηδύνατο να κάμη άνθρωπος . . . . Η μήτηρ μου, η σύζυγός μου . . . δι' αυτό απωλέσθησαν . . . Αλλ' η θυσία μου δεν ήτο αρκετή.

Όταν επρόσφερεν εις το μικρόν ζώον το στόμα της, αυτό εκόλλησε με τόσην χάριν εις τα γλυκά της χείλη, ωσάν να αισθάνετο την ευδαιμονίαν που απήλαυε. — Θα σας φιλήση και σας, είπε, και διεύθυνε το πτηνόν προς εμέ. Το ράμφος εφέρθη από το στόμα της εις το ιδικόν μου, και το τσίμπημά του ήτον ως πνοή, προαίσθησις ερασμίας αποφάνσεως.

Εις τον τοίχον του γραφείου του είχε κρεμάση τας εικόνας του Ηφαίστου, του Αγαμέμνονος, του Μενελάου, του Βελισαρίου, του Ερρίκου Δ' και την ιδικήν του φωτογραφίαν πλησίον των «ενδόξων αυτού συναδέλφων». Καθ' όλην την πενταετή διάρκειαν του συζυγικού αυτού βίου ουδέποτε εξέφυγεν από τα χείλη του, ούτε παράπονον, ούτε επίπληξις, ούτε μομφή, ούτε παρατήρησις καμμία, αλλά μόνον ειρωνείαι, σκώμματα και μειδιάματα τόσον φαρμακερά, ώστε ζήτημα απέμενε διά πολλούς αν πράγματι απέθανεν από καρκίνον, ή μάλλον εκ της δριμύτητας αυτών η μακαρίτις.

Και δώσω σοι τας κλεις της βασιλείας των ουρανών· και ό αν δήσης επί της γης, εσται δεδεμένον εν τοις ουρανοίς, και ό αν λύσης επί της γης έσται λελυμένον εν τοις ουρανοίς». Ουδέποτε τα χείλη του Ιησού εξέφεραν πλέον αξιομνημονεύτους λέξεις. Ήτο η ιδία περί Εαυτού μαρτυρία Του. Ήτο η υπόσχεσις ότι όσοι συνομολογήσωσιν αυτήν είνε μακάριοι.

Η Ποππέα έμεινεν ως κεραυνόπληκτος εις το άκουσμα τούτο και εξεμάνη δάκνουσα εξ οργής και μίσους τα χείλη της, έρριπτε δε βλέμματα πλήρη αγανακτήσεως πότε προς τον Βινίκιον και πότε προς τον Πετρώνιον. Αλλ' ούτος, σκυμμένος νωχελώς έφερε την χείρα του επί του ξύλου μίας άρπης, ως εάν ήθελε να μελετήση προσεκτικώς την κυρτότητα αυτής.

Ελουζόταν κ' ερόδιζε το νερό από τα ροδομάγουλά του, κ' έλαμπε η σπηλιά από το καμάρι του, κ' εζήλεβαν οι Νεράιδες το λεβέντικό του αντρόσταμα. Σκάλωνε ύστερα στο βράχο απάνου, έγερν' εκεί, και στην πρώτη αντήλια οπάστραφτε κάτου στη νεροσυρμή, έσμιγαν τ' Αργύρη τα χείλη τη φλογέρα. Εγέλαε όλος ο κάμπος πέρα το τραγούδι του, κ' εζήλεβαν τα πουλάκια, κ' εφτεράκαε ζηλόφτονο ταηδόνι.

Το φίλημά του, είπα δεν είναι όλως δίχως επιθυμία· ζητεί τροφήν, και επιστρέφει ουχί ικανοποιημένον από το άδειο το φίλημα. — Τρώγει και από το στόμα μου, είπε. Του επρόσφερε μερικά ψίχουλα με τα χείλη της, από τα οποία εμειδιούσαν η τέρψεις αθώας συμπαθούσης αγάπης με ζεστήν ηδονή. Απέστρεψα το πρόσωπον.

Το κόκκινόν της χρώμα ακόμη αξεδίπλωτον το έχ' η ωραιότης επάνω εις τα χείλη σου και εις τα μάγουλά σου· του Χάρου δεν τα 'σκέπασεν η κίτρινη σημαία!

Ο ήλιος ανατείλας μετ' ολίγον θερμός και ανέφελος όπισθεν των κορυφών του Βιβραστείνου ωρίμασε τας εν τη κεφαλή αυτών φυομένας ιδέας. Απεφάσισαν λοιπόν να περιέλθωσιν επί του όνου των την οικουμένην, ζητούντες φιλοξενιών παρά τοις ισχυροίς, τείνοντες τας χείρας των εις τα χείλη των πιστών και αφίνοντες εις άλλους την φροντίδα να χριστιανίσωσι τους απίστους.

Αίφνης, της έσφιξε την χείρα και εψιθύρισε με χείλη τρέμοντα: — Σε αγαπώ, Γαλλίνα! . . . Σε αγαπώ . . . — Άφησέ με, Μάρκε, είπεν η Λίγεια. Αλλ' εκείνος, με οφθαλμούς λάμποντας: — Θείον πλάσμα, αγάπα με, αγάπα με! — Ο Καίσαρ σας βλέπει και τους δύο, είπεν η Ακτή. Ο Βινίκιος κατελήφθη από αιφνιδίαν οργήν εναντίον του Νέρωνος και της Ακτής.