Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Και ζωντανεύει ολάκερος ο νηός ο παντρεμμένος. Ξυπνούν τα 'μάτια τα σβυστά, ανοίγουνε τα χείλη Κι' απάνω τους χαμόγελο γλυκό-γλυκό χαράζει.

Είδε η Ρώσσα τας πολλάς εκείνας διαχύσεις, και την καρδιά της άρχισε η ζήλεια να κεντά, και λέξεις εψιθύριζε θυμού κι' αγρίας λύσσης, αν κατά τύχη μ' έβλεπε 'στη Συριανή κοντά. Αλλά μια 'μέρα και αυτή αληθινά θυμόνει, και μόλις εις το χέρι της εσίμωσα τα χείλη, 'ξετίναξε 'στη ράχη μου της σκούπας της τη σκόνη, τουτέστι ευληπτότερον, μ' εξύλισεν η φίλη.

Ακόμα κι όσοι υποστηρίζουν ότι η Τέχνη αντιπροσωπεύει πάντα μιαν εποχή κ' έναν τόπο και κάποιο λαό δεν μπορεί να μη παραδεχθούν ότι όσον περισσότερο μιμητική είναι μία Τέχνη τόσον ολιγώτερον αντιπροσωπεύει το πνεύμα της εποχής της· τα μοχθηρά πρόσωπα των Ρωμαίων αυτοκρατόρων μας κυττάζουν από κάτω από τον ακάθαρτο πορφυρίτη και τη στιγματισμένην λάσπη, που ευχαριστιόνταν να τα δουλεύουν οι ρεαλισταί αρτίστες της εποχής και φανταζόμεθα ότι στα ωμά εκείνα χείλη και τις βαρειά ηδονικές μασέλλες μπορούμε να βρούμε το μυστικό της καταστροφής της Αυτοκρατορίας.

Με κατάθολα τα μάτια τόρα, έγυρε τα κουρασμένο το κεφάλι του· έσιαξε ξεροφριγμένα τα χείλη του, μες από το δίχτυ του φεγγίτη· τα κόλλησε πάνω στα φλογερά χειλαράκια της γυναίκας του. Έσμιξαν σε γλυκό, πεντάγλυκο, αχ! μα και πόσο στερεμένο φιλί! — Έχε γεια, Γιώργο μ'!... — Στο καλό, Λενιώ μου, στο καλό!..

Εσφούγκισε τα φλογισμένα χείλη της με το μαντήλι. Ακούμπησε το δεξή της άγκωνα πίσω στο ξύλο της καρέκλας. Εστήλωσε το κεφάλι της στην απαλάμη απάνω. Εξερόβηξε. Τα όργανα άρχισαν το &Μέμο& τόρα. Άπλωσε μια ματιά κάτω. Εσήκωσε ολάνοιχτα τα μεγάλα της ψιχαλιστά μάτια στη στέγη απάνω, σα να ζητούσε κάτι κει ψηλά. Έκλεισε μεμιάς ηδονικά, εκφραστικά τα βλέφαρα. Σιγά, απαλά, μυστικά, νανουριστά, άρχισε.

Τα χείλη του ήσαν πελιδνά, οι οφθαλμοί του σβεσμένοι, αι κινήσεις αυτού ως κινήσεις πτώματος υπό την επήρειαν μυστικού τινος γαλβανισμού διατελούντος. Οι δε συνεχείς παλμοί της αμυδράς του λυχναρίου μου λάμψεως ανησύχως κυμαινόμενοι επ' αυτού, καθίστων την εμφάνισίν του ριγηλώς φρικαλέαν, ως εμφάνισιν νεκρικού τινος φάσματος! Δεν ηξεύρω πώς ηδυνήθην να τηρήσω την παρουσίαν του πνεύματός μου.

Δεν είχαν δίκαιον; Το κατ' εμέ ουδέποτε θα λησμονήσω την στιγμήν εκείνην, την οποίαν ουδέ συ, είμαι βεβαία, ελησμόνησες. Το υπερήφανον εκείνο παράστημα, η ευγενής μορφή, η σεμνή αναβολή, το εγκρατές και μεμετρημένον των κινήσεων, το ιλαρόν και ατάραχον βλέμμα του ρήτορος με εγοήτευσαν αληθώς, πριν ή εκείνος ανοίξη τα χείλη του. Και όμως ποία με ανέμενεν ακόμη γοητεία, ότε ήνοιξε το στόμα!

Μετά τινα δε διακοπήν έστρεψε πάλιν προς τον κήπον τους θνήσκοντας οφθαλμούς του, υψώσας δ' έπειτα προς τον ουρανόν μελαγχολικόν βλέμμα, « Θεέ μου, είπε, πόσα δένδρα ηξιώθην να ίδω ανεστημένα!... αλλά την ανάστασιν της πατρίδος.. » Και με της πατρίδος το γλυκύτατον όνομα εις τα χείλη μετέβη από την επίγειον εις την ουρανίαν ζωήν.

Ηπατάτο όμως, διότι ησθάνθη αίφνης φλογώδες φίλημα κατακαύσαν τα χείλη της, και βάλουσα κραυγήν εξύπνησεν. Είδε κύκλω της, αλλ' ουδέν διέκρινε, διότι σκότος βαθύ την περιεκύκλου· έτεινε το ους, αλλ' ουδέν ήκουσε, διότι σιγή βαθεία ηπλούτο περί αυτήν.

Τι ωραίος καιρός! Ποσάκις τας ψυχράς του Δεκεμβρίου εσπέρας, ενώ έδερεν έξω η βροχή τα φύλλα των παραθύρων, ή εστροβίλιζεν ο βορράς τον ανεμοδείκτην της καπνοδόχης, εκάθισα, — ως εκάθισες βεβαίως και συαπέναντι των σπινθηρακιζόντων δαυλών της εστίας, πορφυρών τας παρειάς μου εις τας φλόγας της, και στηρίζων την κεφαλήν μου εις τα γόνατα της γραίας μου μάμμης, και την παρεκάλεσα, θωπεύων το κατ αρχάς και κλαυθμηρίζων μετά ταύτα, να ανοίξη τα μαραμμένα πλέον και επιχνοώντα ήδη αλλά φιλόμουσα πάντοτε χείλη της, και μας διηγηθή κανέν παραμύθι!

Λέξη Της Ημέρας

γλαυκοπαίζουν

Άλλοι Ψάχνουν