United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τώρα, τώρα τα χείλη μου Δύνανται να φιλήσουν Του θανάτου τα γόνατα· Να στέψω το κρανίον του Δύναμαι τώρα. Πού είνε τα ρόδα; φέρετε Στεφάνους αμαράντους· Την λύραν δότε· υμνήσατε· Ο φοβερός εχθρός Έγινε φίλος. 'Κείνος οπού το μέτωπον Τρυφερών γυναικών Αγκάλιασε, πώς δύναται Εις ανδρικήν καρδίαν Να ρίψη φόβον;

Και ενώ έβλεπα τόσους σκελετούς συσσωρευμένους και όλους ομοίους, οι οποίοι είχον το βλέμμα κενόν και φοβερόν και εδείκνυον τους οδόντας χωρίς χείλη, εσκεπτόμην με απορίαν πώς είνε δυνατόν να διακρίνω τον Θερσίτην από τον ωραίον Νιρέα ή τον επαίτην γέρον από τον βασιλέα των Φαιάκων ή τον μάγειρον Πυρρίαν από τον Αγαμέμνονα• διότι δεν διετήρουν κανέν από τα παλαιά γνωρίσματα, αλλ' ήσαν όμοια τα κόκκαλα, αγνώριστα και χωρίς κανέν διακριτικόν σημείον, και κανείς δεν ηδύνατο να τα διακρίνη.

Έβαλε νέαν τρόμου κραυγήν, αλλά θερμά χείλη της έφραξαν και πάλιν το στόμα· επρότεινε τους ασθενείς της βραχίονας, ίν' αποδιώξη τον βαρύνοντα επ' αυτής εφιάλτην, αλλ' αι χείρες της απήντησαν νέον και θερμόν σώμα κατακείμενον παρά το πλευρόν της· ηγωνίσθη να αποσπασθή της φλογεράς εκείνης αγκάλης, αλλ' η αγκάλη εσφίγχθη στενότερον περί τα στήθη της.

— Ε πουλί μ' τι συλλογιέσαι; ακούω δίπλα μου φωνή. Και βλέπω τη Μαριώ, πάντα όμορφη και γελαστή το λεβέντικο ανάστημά της, τα δροσερά χείλη, τους μεστωμένους κόρφους, τα μάτια της τα λαμπερά και τα κατάμαυρα μαλλιά της. Εσάστισα, λέγεις και μ' έπιανε να κάνω απιστίες. — Τίποτα, εψιθύρισα, τίποτα... Πιάσε με να σηκωθώ γιατί ζαλίστηκα.

Ήτο τω όντι η φλογέρα του Μήτρου μικρά, χρυσίζουσα, με πέντε τρύπας, μαύρας εις τα χείλη εκ του καυτερού σιδήρου διά του οποίου ήνοιξεν αυτάς ο τεχνίτης και άλλην μίαν εις το αντίθετον μέρος.

Τας χονδροειδείς σκευασίας του ανθρακούχου μολύβδου και του θειούχου υδραργύρου, αι οποίαι επαυξάνουν την ασχημίαν, καταστρέφουν τους οδόντας και μολύνουν την πνοήν, διεδέχθησαν χημικαί σκευασίαι άπειροι, κοσμητικά ύδατα και μυραλοιφαί, ουχί μεν όλως αθώαι και αυταί, αλλ' ολιγώτερον αηδείς και επικίνδυνοι διά τα χείλη των εραστών και συζύγων.

Και όσον συνεθλίβετο το εις τας πάνας ένδον περιτυλιγμένον λάμα — η πολτώδης μάζα των συντριβεισών ελαιώντόσον αι σταγόνες μεταβάλλοντο εις ελαιώδεις σταλακτίτας, καστανοξάνθους, αναπέμποντας χρυσοπρασίνους μαρμαρυγάς εν τω φωτί, της από του επιστυλίου κρεμαμένης μεγάλης λυχνίας, κατασταλάζοντες και πληρούντες τα κοίλα χείλη του τετραγώνου βάθρου της μηχανής, έλαιον αχνίζον, ως το αίμα εις τους βωμούς των αρχαίων, εισρέον εις την βαθείαν κοπάναν, δρυίνην τετράγωνον λεκάνην.

Τα μάτια της ήταν μισοανοιγμένα, τα μαλλιά της τυλιγμένα γύρω της σε στριφτό σγουρό χρυσάφι κι από τα χείλη και τα μάγουλά της δεν είχε χαθή ακόμα το άνθισμα της κορασένιας νιότης.

Είσαι πτωχή, άστεγος και ρακενδύτις· αλλά καγώ πριν γείνω σύζυγος του κόμητος Εκβέρτου, εφύσων τον χειμώνα εις τα δάκτυλά μου, καγώ μόνην περιουσίαν είχον τα κόκκινά μου χείλη δι' ων απέκτησα πλούτον· τιμάς και αγιότητα. Θάρσει, λοιπόν, ξανθή μου Ιωάννα. Είσαι ωραία ως άνθος λειμώνος, σοφή ως βίβλος του Ινκμάρου, πανούργος ως αλώπηξ του Μαύρου δάσους.

Ο τρανός τεχνίτης εφάνταζε μπροστά τους, μεγάλος και παντοδύναμος, κρατώντας ακόμη στα χέρια του τη δύναμη που ράγιζε τα λιθάρια και ημέρευε τα θηρία. Ο γέρος έβαλε τα δάκτυλα στις τρύπες του φλάουτου, τώφερε ανάλαφρα στο στόμα και κόλλησε τα χείλη του απάνω του σ' ένα φιλί μεθυσμένο, γεμάτο γλύκα και τρεμούλα. Σαράντα χρόνια είχαν να φιληθούν ο γέροΜπούμας με το φλάουτο.