United States or Central African Republic ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετ' ου πολύ όμως το πτώμα επανήλθε και πάλιν εις την προτέραν του κατάστασιν, την επί των παρειών χροιάν αντικατέστησεν ωχρότης πλέον ή μαρμαρίνη, τα χείλη συνεσφίγχθησαν και ερρικνώθησαν νεκρικώς, εφ' όλου δε του σώματος διεχύθη θανάσιμος ψυχρότης. Ερρίφθην πάλιν φρικιών επί του διβανίου και αφέθην εις τας προτέρας μου περί Λιγείας ονειροπολήσεις.

Εγώ να πάρω τον Πατούχα, να με πούνε Πατούχαινα, εγώ, εγώ! ... Σκίσου γης και βάλε με! Μα με τα σωστά σου μου το λες; — Με τα σωστά μου, απήντησε με ήρεμον πείσμα η χήρα. Δε θα βρης καλλίτερο. Η Μαργή ητένισε την μητέρα της, κατακόκκινη εξ οργής. Κάποιος βαρύς λόγος ανήλθεν εις τα χείλη της και τον κατέπιεν. Έπειτα είπε με την αυτήν έξαψιν: — Αν είν' αυτός για μένα, να μη δω μοίρα!

Ήταν μια γυναίκα μεγαλόκορμη, κατσουφιασμένη και φοβερή. Τα χείλη της σμιχτά και φουσκωτά, μοιάζανε με σάλπιγγα έτοιμη να τρανολαλήση κατορθώματα. Τα ορθάνοιχτα μάτια της προξενούσαν τρομάρα· τα σμιχτά φρύδια της έρριχναν κάποια έγνοια στο αρμονικό σύνολό της. Τα μαλλιά της φουντωτά κ' ελεύθερα είχανε το θράσος και το θυμό πεινασμένων φιδιών.

Ποία δύναμις δραματική κρύπτεται εις τον μαυροβαθυπώγωνα αυτόν με τους δύο μεγάλους λάμποντας οφθαλμούς και την αέτειον ρίνα του και το αιώνων μειδίαμα εις τα λεπτά σατυρικά του χείλη!

Εβλέπομεν την αοιδόν ανοίγουσαν τα χείλη και χειρονομούσαν μετά πάθους πολλού, εβλέπομεν τους μουσικούς σύροντας ευσυνειδήτως τα τόξα των επί των χορδών, αλλά τόσον και μόνον. Η μυστική ημών ρέμβη δεν εταράσσετο· εφανταζόμεθα ότι είχομεν εμπρός μας κινεζικήν τινα σκιοπαιδιάν, και . . . . ήμεθα ευχαριστημένοι.

Όχι γέλοιο, όχι χαμόγελο, μικρό τρεμούλιασμα μονάχα στα χείλη του έσωνε να σε καταπείση πως είταν η ψυχή του περιβόλι από την Πρόνοια ωρισμένο να θρέφη της χαράς τα λουλούδια. Κι ως τόσο, καθώς όλα του κόσμου αλλοιώτικα, έτσι κ' η τύχη του χρυσόκαρδου εκείνου ανθρώπου. Μια σειρά φουρτούνες και συφορές η ζωή του. Ξενιτεύτηκε κι αυτός νιος καθώς οι πιώτεροι του φτωχικού του νησιού.

Έπεσε πάνω μου, ως θύελλα, κιάρχισε να με φιλά αχόρταγα κιατέλιωτα στο στόμα, στα μάγουλα, στα μαλλιά. Και τόσο μέσφιγγε στην αγκαλιά της, που θα πονούσα αν μάφηνε η ευτυχία μου να αισθανθώ πόνο. Έκανε σαν τρελλή και με κάθε φιλί μούλεγε και μια φράση πύρινη. Μια στιγμή μάλιστα, που μούδωκε στο στόμα ένα φιλί, αισθάνθηκα στα χείλη μου και μια ελαφρά δαγκωματιά.

Ο Έφις κοίταζε τα χέρια του και σώπαινε, αλλά ο ντον Πρέντου εξοργισμένος από αυτή την αδιαφορία, του χτύπησε τα χέρια στα γόνατα. «Τι σκέφτεσαι, ξόανο; Πες μου!» «Εντάξει, θα σας πω την αλήθεια. Εγώ πιστεύω πως ο Τζατσίντο θα τα καταφέρει να πληρώσειΤότε ο ντον Πρέντου απλώθηκε στο κάθισμα γελώντας, με φουσκωμένο το στήθος του, με τα δόντια ν’ αστράφτουν ανάμεσα στα σαρκώδη χείλη του.

Φίλη, σου αφήνω το Χουσδάν. — Φίλε, πάρε και συ αυτό το δαχτυλίδι. Και οι δυο φιλήθηκαν στα χείλη. Στο αναμεταξύ, αφήνοντας τους αγαπημένους στο ερημητήριο, ο Ογκρίν είχε βαδίσει με το ραβδί του μέχρι το Μοντ.

Είτα τα ζώα θα εσκιάζοντο, θα εξαφνίζοντο, θα ωπισθοχώρουν πηδώντα, και ο βοσκός, όστις και αν ήτο, θα την ανεκάλυπτε, θα επαραξενεύετο, και ίσως θα συνελάμβανεν υποψίας. Το καλλίτερον άρα θα ήτο ν' αντιμετωπίση, με την άφευκτον προσποίησιν, με το ψεύδος εις τα χείλη, την παρουσίαν του βοσκού.