Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 13 Μαΐου 2025


Αλλ' η μεν Εβραία εσκίρτησεν εκ της χαράς εις το πρώτον σκίρτημα του τέκνου της, η δε Ιωάννα αφήκεν υπό της ταραχής να πέση το ποτήριον, το όποιον έφερεν εις τα χείλη της, και ενώ οι σύνδειπνοι επευφήμουν εξηγούντες ως καλόν οιωνόν τον χυθέντα οίνον, έτρεξεν εκείνη εις τον θάλαμον της, όπου κλεισθείσα ήρξατο να κλαίη την συμφοράν της.

ΒΑΓΚΟΣ Πόσον να θέλη απ' εδώτο Φόρες;... Ω! Τι είναι αυτά τα όντα τ' άγρια, τα καταζαρωμένα; Δεν 'μοιάζουν κάτοικοι της γης αν και πατούν το χώμα! Τι είσθε; Ζήτε; Άνθρωπος 'μπορεί να σας λαλήση; Αποκριθήτε! Φαίνεσθε ωσάν να μ' εννοήτε, διότι αναιβάζετε η κάθε μια συγχρόνως το ξεραμένο δάκτυλοτα μαραμένα χείλη. Αν έλειπαν τα γένεια σας θα έλεγα ότ' είσθε γυναίκες!

Τις των του κόσμου δεσποινών ηξιώθη ποτέ τοιαύτης λατρείας και τίνος τα χείλη εις την τοιαύτην ευγνώμονα έκστασιν εβύθισαν τον εραστήν;

Ο ήλιος έκλινε προς την δύσιν, και από μιας ώρας ήδη είχον δώσει και λάβει εναλλάξ πολλούς αδελφικούς ασπασμούς εις τα χείλη της φλάσκας, ήτις ήτο τετραόκαδος και είχε κομισθή αρτίως εκ της πολίχνης πλήρης μοσχάτου.

Οι επτά μαθηταί έρριψαν εις το βάθος του φύλακός των, ον είχον ανηρτημένον υπό την αριστεράν μασχάλην, τας ιεράς ιστορίας των, κ' εξήγαγον τας γεωγραφίας. Ήνοιξαν τα βιβλιάρια και ήρχισαν να ψιθυρίζωσιν αναγινώσκοντες με τα χείλη, ώστε απετελείτο μεν μία βοή, αλλ' ουδεμία λέξις διεκρίνετο.

Και θα σου δώσω και βαθύ ποτήρι με δυο χέρια πούν' αλειμμένο με κερί κ' είνε καινούργιο τόσο, τόσο καινούργιο που θαρρείς μυρίζει το γλυφάνι. Απάνω από τα χείλη του πλέκει κισσός κλωνάρια, κισσός μαζί μ' ελίχρυσο· του ελίχρυσου η ψαλίδα στρέφεται καμαρώνοντας τον κροκωτόν ανθό της. Μέσα, γυναίκα που θεοί την έχουν ζωγραφίσει, με μια κορδέλλα στα μαλλιά και πέπλο από τεχνίτη.

Τεθλιμμένος το λοιπόν δι' αυτήν την υπόθεσιν, και μην ευρίσκοντας με κανένα τρόπον ανάπαυσιν, εβγήκα μίαν ημέραν από την χώραν και ήλθα περιδιαβάζοντάς με αυτούς τους στοχασμούς εις ένα ναόν ειδωλολατρών, που ήτον κτισμένος σιμά εις τα χείλη ενός ποταμού μισήν ώραν μακράν από την χώραν.

Μας παρακαλεί ν' ακούσωμε την αθλιότητά του· σταματούμε, και με φριμένα και μισοανοιγμένα χείλη μας λέει πως ονειρεύεται μερονυχτίς ρυάκια κατακάθαρου νερού, που σε κρύα δροσισμένα κανάλλια πηδούν προς τα κάτω 'πάνω από τους πράσινους λόφους της Casente. Ο Σίνων ο ψεύτης Έλλην της Τρωάδος τον κοροϊδεύει. Εκείνος τον κτυπά στο πρόσωπο κ' έτσι πιάνονται.

Αλλ' αίφνης το κατηφές πρόσωπόν του εστολίσθη μ' έν μειδίαμα γλυκύ και τρυφερόν ως στολίζεται η δύσις μ' έν χρυσούν συννεφάκι ως βέλο παρθενικής κόρης. Κινεί τα χείλη του ο λευκός γέρων θέλει να παραστήση της χαράς του το φάντασμα τούτο, πλην η φωνή του πιάνεται βαθειά εις τον λάρυγγα.

Τα μυρισμένα χείλη Της ημέρας φιλούσι Το αναπαυμένον μέτωπον Της οικουμένης· φεύγουσιν Όνειρα, σκότος. Ύπνος, σιγή· και πάλιν Τα χωράφια, την θάλασσαν, Τον αέρα γεμίζουσι Και τας πόλεις με κρότον, Ποίμνια και λύραι. Εις του σπηλαίου το στόμα Ιδού προβαίνει ο μέγας Λέων, τον φοβερόν Λαιμόν τετριχωμένον Βρέμων τινάζει.

Λέξη Της Ημέρας

εκάρφωνεν

Άλλοι Ψάχνουν