Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Αυτή που κοντά σου ευχαριστιότανε με τα πλούσια υφάσματα, με τα λευκά γουναρικά, με τα στολίδια, με της μαρμάρινες σάλλες, τα καλά κρασιά, της τιμές και της χαρές, α! όταν θα δη την αυλή των λεπρών σου, όταν θ' αναγκασθή να μπη στης χαμηλές μας τρώγλες και να κοιμηθή μαζύ μας, τότε η Ιζόλδη η Ωραία, η Ξανθή, θ' αναγνωρίση την αμαρτία της, και θα πεθυμήση χίλιες φορές αυτήν την ωραία φωτιά των αγκαθιών!»
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Υπομονή, καλή μου κυρία. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Τι λέγεις; — Φύγε απ' εδώ. Άθλιε, πανούργε! μη σου πετάξω τα μάτια και τα ποδοκυλίσω ως σφαίρας· θα σου ξεριζώσω τα μαλλιά. Θα μαστιγωθής διά μεταλλικού σύρματος, θα σε αλείψουν με άλμην, και θα σε ψήσουν σε ολίγην φωτιά. ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ. Εγώ μόνον την αγγελίαν φέρω, ερασμία βασίλισσα, δεν ανεμίχθην εις τον γάμον.
Κέντα μια πόλην ώμορφην, εφτάλοφη, μεγάλη, Με κυπαρίσσια αρίφνητα, μ’ ολόχρυσα παλάτια, Με πύργους, κάστρα και τζαμιά κι’ ευρύχωρα λιμάνια.... Κέντα, σαν κέρατο χρυσό κι’ ένα βαθύ λιμάνι, Κι’ απάνω του δυο μακρυά γεφύρια κυρτωμένα, Γεμάτα κοσμοσυννεφιά, να πάη πέρα-δώθε.... Στο στόμα αυτού του λιμανιού και παραμέσα ακόμα, Και παραέξω στο βαθύ, που μοιάζει σαν ποτάμι, Κέντα βαρκούλες άμετρες, κέντα καράβια μύρια, Άλλα να τρέχουν με φωτιά κι’ άλλα με τον αγέρα, Άλλα να πάνε πίσω—μπρος κι’ άλλα να σταματούνε, Ανθρώπους και φορτώματα να μπάζουν και να βγάζουν... Κι’ από την δέξια τη μεριά, στου λιμανιού το έβγα, Κέντα μια ράχην ώμορφη με σπίτια και παλάτια, Κι’ απάνω της καταρραχής μιαν Εκκλησιά μεγάλη, Με τετρακόσια σήμαντρα κι’ εξήντα δυο καμπάνες, Κάθε καμπάνα με παπά και σήμαντρο με διάκο . Κέντα μπροστά στην Εκκλησιά μια απέραντη πλατεία, Γεμάτη ελληνικό στρατό, πεζούρα και καβάλλα, Σημαίες και σπαθιά γυμνά, ντουφέκια και κανόνια, Κι’ εμπρός στη θύρα την τρανή, στη μεσιανή τη θύρα, Κέντα φρουρά περίφανη, σε δυο γραμμές μεγάλες, Δυο τάγματα ευζωνικά μ’ όλο παιδιά βουνίσια, Κατακαθάρια κι’ ώμορφα, μ’ αφράτες φουστανέλλες.... Και κάτω από την Εκκλησιά, μες στον πλατύ το δρόμο, Κέντα με νου και με καρδιά δυο μακρυά φουσάτα: Τώνα ντυμένο στα χρυσά, τ’ άλλο ντυμένο μαύρα.... Στο ένα, το χρυσόντυτο, να λάμπη ο Βασιλιάς μας, Καβάλλα σ’ άτι αράπικο, με το σπαθί βγαλμένο, Και στ’ άλλο ο Πατριάρχης μας με το σταυρό στο χέρι.. Κι’ ολόγυρα στην Εκκλησιά, σα σύννεφο μεγάλο, Κέντα χιλιάδες Χριστιανούς, παιδιά, γυναίκες, άντρες, Να προχωρούν, μ’ αλλαλαγμό, για νάμπουν όλοι μέσα Στην Εκκλησιά τη διάπλατη, στο μέγα Μαναστήρι, Ν’ ακούσουνε τη λειτουργιά, που είταν κυνηγημένη, Τόσους αιώνες σκοτεινούς, τόσους αιώνες μαύρους... Ν’ ακούσουνε τη λειτουργιά, το νιο &«Χριστός—ανέστη»&.
Δική μου και κανενός άλλου, θα το μάθη. Δεν αγάπησε, όποιος για πάντα δεν αγαπά. Εσένα μόνη, τάκουσες, Λέλα; τακούς! Γίνεται τουλάχιστο να μη με λυπηθή; Να με λυπηθή; Όχι. Να μ' αγαπήση. Σα φωτιά τριγύρω της ανέβαινε η αγάπη η δική μου. Έπρεπε να την κάψη.
Αχ, τι φωτιά τρέχει μέσα στις φλέγες μου, όταν το δάκτυλό μου απροσδοκήτως εγγίξη το ιδικό της, όταν τα πόδια μας υπό την τράπεζαν συναντώνται! Τραβιώμαι πίσω, σαν από φωτιά, και πάλιν μία μυστηριώδης δύναμις με τραβάει μπροστά — επέρχεται ζάλη, εις όλας τας αισθήσεις μου. — Ω! και η αθωότης της, η απλή ψυχή δεν αισθάνεται πόσον αύται αι μικραί οικειότητες με βασανίζουν!
Ρώτηξε τον πιο τετραπέρατο συβουλάτορά σου αν έπιασε ποτέ σκλάβο που νάχη πιασμένη και τη ψυχή του, το νου του. Με τι λογής αλυσίδες να δέση το νου, την &ιδέα;& Αν η ιδέα έχη μέσα της φωτιά και μπαρούτι, το πολύ να το μυριστή ο φίλος και να κόψη το κεφάλι που τις γεννάει. Μα που να κόψη και την ιδέα!
Να μας ζηλεύουν οι αετοί, να μας ξυπνούν τ' αηδόνια, Και μέσ' ςτά γάργαρα νερά και μέσ' 'ςταίς κρύαις βρύσες Νεράιδες να μας νύβουνε, φιλιά να μας χορταίνουν. Αράδ' αράδα τάρματα 'ςτά πεύκα θα κρεμάμε, Και θε να σταίνουμε χορό. Και κάθε μας τραγούδι Θάνε βροντή από σύγνεφο, φωτιά από αστροπελέκι. Θα μας τρομάζουν τα θηριά, θα προσκυνούν οι κάμποι.
Η φωνή μου χτυπώντας στα κρύα στήθη της, χωρίς ν' ακουστή, ξαναγύρισε καθώς πήγε κι' η Ειμαρμένη μου απάντησε· — Γιατί,; Γιατί; Γιατί; Κύριε, στην κατοικία μου βροντά ο κεραυνός σου. Δοξασμένο τ' όνομά σου στον αιώνα! Κύριε, πόσο θεία εγνώρισες το μέρος που έπρεπε να χτυπηθώ! Μόνο φωτιά σταλμένη από σένα μπορούσε να βρη το βαθύτερο της αγάπης μου και να το κάμη στάχτη.
Και ματωμένο τούπεσε στη γης το χέρι χάμου, κι' αφτόν τον πήρε ο θάνατος κι' η άπονή του η μοίρα. Σαν έτσι οι άλλοι δούλεβαν μες στη φωτιά της μάχης· μα το Διομήδη ανάμεσα σε πιους να πολεμούσε 85 δεν τόξερες, στων Αχαιών τη μέση για των Τρώων.
Ω βασιλέα αστόχαστε και αδύνατε, διατί να μη φυλάξης την σιωπήν; ηξεύρεις εσύ ποία ήτον η φωτιά, εις την οποίαν έρριξα το παιδί; εκείνη ήταν μία Λάμια, της οποίας εμπιστεύθηκα την ανατροφήν εκείνου του βασιλοπούλου· και η σκύλλα που είχες ιδεί ήτον μία Νεράιδα, η οποία μετά χαράς έλαβε το βάρος διά να αναθρέψη την βασιλοπούλα, και διά να πιστωθή, υπόμεινε διά να ιδής.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν