Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 25 Μαΐου 2025
Ως την ακρογιαλιά κατέβαιναν οι φωνές όταν οι γέροι σφάζουνταν, οι γυναίκες κοπαδιαστά κουβαλιούντανε σκλάβες, οι άντρες αλυσόδετοι σέρνουνταν κατά τη Σπιναλόγκα, και μερικοί παπάδες, που μένανε μαζί τους για θάρρος και για παρηγοριά, δεματιασμένοι σα ξύλα ριχτότανε στη φωτιά!
Αυτή παίρνοντάς το εις τα χέρια της ευθύς το έρριξε μέσα εις εκείνην την φλόγα που η φωτιά έκανεν, και εν τω άμα, ω θέαμα παράδοξον, η φωτιά και το βρέφος έγιναν άφαντα.
Β’ ΓΥΝΗ Γλυκειά μου Πραξαγόρα, σκέψου, καϋμένη, τώρα— αστεία κάπως φαίνεται η γενειάδ' αυτή. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Αστεία; και γιατί; Μα έτσι, με τα γένεια μας και σαγονοδεμένες, μοιάζουμε όλες με σουπιές απ' τη φωτιά καϋμένες. Ο υπηρέτης του βωμού τη γάττ' ας τριγυρίση κι' ας έβγη με το αίμα της της έδρες να ραντίση. Ε! Αριφράδη! σώπασε! — Και λόγο ποιός θα βγάλη; Θ' ΓΥΝΗ Εγώ.
Η Νοέμι παρατήρησε ότι οι κάλτσες του ήταν πράσινες, ένα πραγματικά περίεργο χρώμα για αντρικές κάλτσες, και άναψε τη φωτιά μονολογώντας πάλι: «Ώστε η Έστερ του έγραψε κρυφά; Ας τον περιποιηθεί εκείνη τώρα!»
Είχεν αποφασισθή από το Πανεπιστήμιο της Κοΐμπρας, πως το θέαμα μερικών ανθρώπων ψημένων με σιγανή φωτιά σε μεγάλη επίσημη τελετή, είναι ένα αλάνθαστο μυστικό για να εμποδίσουν τη γης να τρέμη. Πιάσαν λοιπόν έναν Βισκαϊανό, γιατί είχε παντρεφτή τη νουνά του και δυο Πορτογάλους, οι οποίοι τρώγοντας ένα κοτόπουλο, πέταξαν το λαρδί του.
« Τη μια χιλιάδα των Τουρκών » Σκορπίζαμε, κ' η άλλη » Πυκνότερη μας πλάκωνε. » Σκορπιόντανε κ' εκείνη, » Και 'πίσω της άλλη φωτιά » Άναφτε 'σάν καμίνι, » Κ' ημείς τους εσκορπίζαμε; » Με λύσσα και με ζάλη.»
Και πήγαν έκατσαν τειχιού ανάμεσα και τάρφου· εκεί φωτιά άναψε ο καθείς κι' ετοίμασαν να φάνε. Κι' ο γιος τ' Ατρέα μαζεφτούς τους πρώτους στην καλύβα τους πήγαινε όλους, και λαμπρό τους έβαζε τραπέζι. 90 Κι' εκείνοι σ' έτοιμα άπλωσαν λιγούδια, ομπρός στρωμένα.
'Σ την στάνην του Ψαλίδα Συμμαζωγμέν' οι πιστικοί ζενύχτιζαν 'ς τον γέννο, Κ' είχαν τον γέννον όψιμο, κ' ήταν μεγάλη η στάνη. Το μεσονύχτι μοναχά πήραν καιρό για δείπνο, Κι' απόδειπνα 'ς τ' αχύρινο, 'ς το τουρλωτό καλύβι. Τετραδιπλώσαν τη φωτιά μ' ασφάκες με παλιούρια. Μέσ' 'ςτήν κορφήν ο τσέλιγγας σε στοιβανιές ξαπλώθη Και διπλοπόδι οι πιστικοί περίγυρα εκαθήσαν.
Και τράβαε και τράβαε κι’ όλο μπροστά τραβούσε, Καβάλλα απάνω στο θεριό, που ρυάζουνταν με λύσσα. Κι’ έβγαζαν τα ρουθούνια του φωτιά, καπνό και λαύρα, Και παίρναν τα βουνά φωτιά και καίγονταν τα δέντρα.
Πότε 'ς τα κύματα μέσα μουσκεμμένος, και πότε ποδισμένος και αραγμένος σε καμμιάν ερημιάν, σαν τώρα. Θυμωμένος πάντοτε τα Χριστούγεννα, πότε με την βελόναν του, και πότε με την νιτσεράδαν του. Πού ν' αποκτήση αυτός ρημαδιακό, νάχη παραστιά, φωτιά, και γυναίκα.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν