United States or Comoros ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πάμ' εδώ κοντά στον τοίχο, πούνε και σκιά κομμάτι, κύτταξε με το 'να μάτι και χωρίς πολύ ν' αργής, σάξου πάλι σαν γυναίκα, όπως ήσουν πριν να βγης. Αλλά να κ' η Στρατηγίνα από εκεί κοντοζυγώνει. Κάνε γρήγορα και βγάλε τα μαλλιά απ' το σαγόνι. Να και τούτες ήσαν έτσι, με φορέματ' ανδρικά, μα τ' αλλάξανε το σχήμα και γίνηκαν θηλυκά.

Του φάνηκε πως το βήμα του αλόγου αντηχούσε επάνω στον τοίχο, από πάνω του, κι έπειτα χαμηλότερα, επάνω στο κορμί του, επάνω στην καρδιά του. «Έφυγε χωρίς να μου πει τίποτε! Εγώ όμως, όταν μου είπε την ιστορία του με το λιμενάρχη, δεν έκανα το ίδιοΞαφνικά πετάχτηκε επάνω, σαν κάτι να τον τσίμπησε.

Τι κάμνει, όσο λείπει; Τι κάμνει, με θυμάται; Και δεν παίρνω την αναπνοή μου. Κι από το πρωί ως τα βράδυ όλο το ίδιο. Μήπως εγώ γελώ και χαίρουμαι και σεργιανίζω και χωρατέβω; Μπορώ να πιάσω δουλειά; Μπορώ τίποτις ναρχίσω; Μια τρύπα στον τοίχο κι όλο να τη βλέπω! Εγώ την αγαπώ. Αφτό είναι βέβαιο. Είναι το μόνο βέβαιο.

Πάγκοι από δουλεμένο ξύλο ακουμπούσαν στον τοίχο στις δυο πλευρές του μεγάλου τζακιού. Πίσω από τα κάγκελα του παραθυριού πρασίνιζε στο βάθος το βουνό.

Η Μαριανθούλα αφηκράζονταν με προσοχή μεγάλη το μονόλογο της γριάς, έχασε στη στιγμή τη ζωηράδα της και τα τρελλά της τα παιγνίδια κι' άρχισε να κλαίη, γυρίζοντας το πρόσωπο της κατά τον τοίχο. — Να! καημένη κυρά, τι έκαμες τώρα μ' αυτά τα λόγια! Είπε της γριάς η υπηρέτρα. — Χμ! — Κλαίει η Μαριανθούλα, με τα λόγια που της είπες...

Κάποιος έβλεπε δίπλα στους παραστάτες καμμιάς πόρτας από μέσα μεγάλες τετράγωνες τρύπες ως βαθιά στον τοίχο χωμένες κ' εφώναζε: — «Μωρέ, τηράτε· με ξύλινους σύρτες αμπάρωναν σαν εμάς τες πόρτες τους κ' οι παλιοί.

Τα παράθυρα της τραπεζαρίας είναι ανοιχτά, η μυρουδιά από τις πασκαλιές χυμά μέσα με τη βραδινή αύρα, ο ήλιος γέρνει να βασιλέψη και στον τοίχο απάνω από το πιάνο τρέμουν οι αχτίδες του. Στο πιάνο είναι καθισμένη η μητέρα ντυμένη λευκό καλοκαιρινό φόρεμα, γύρω στέκουν οι άλλοι και στη μέση τραγουδά ο μικρός Σβεν.

Αυτό κράτησε όμως μια στιγμή μόνο, και να που την κάλυπτε και αυτή ένα πέπλο, έχανε τη δύναμή της, ξαναγινόταν φάντασμα και ο Έφις ένοιωσε πόνο, λες και ήταν ο Τζατσίντο που πέθαινε και όχι εκείνος. «Έφις, έλα, έλα! Τι κάνεις; Δε μου μιλάς; Για σένα έχω έρθει, ξέρεις. Είμαι εδώ. Δεν θέλανε να μ’ αφήσουν να μπω κι εγώ πήδησα τον τοίχο. Έλα, κοίταξέ με

Μα πάλι εγώ κι' εσένα καλό, όπως πρέπει, μερτικό απ' όλα θα σου δώσω595 Είπε, και πίσω γύρισε μες στ' αψηλό καλύβι, και κάθησε στο σκαλιστό θρονί του πούχε αφίσει, έτσι απ' τον άλλο τοίχο εκεί, και του Πριάμου τούπε «Λέφτερο τώρα, γέρο μου, το λείψανο, όπως είπες, ήσυχο εκεί στο στρώμα του. Κι' άμα χαράξει η μέρα, 600 παρ' το και σύρε στην εφκή. Μον έλα τώρα ας φάμε.

Συλλογίστηκε ο Δημήτρης να κόψη δρόμο από δίπλα, και πηγαίνοντας τον τοίχοτοίχο από πίσω απ' άλλα ρουμάνια να ρίξη ματιά κατά τα τούρκικα σπίτια, να μάθη τι κάμνουν, κ' έπειτα να κατέβη από τασυνήθιστο μονοπάτι που ανεβοκατέβαινε κ' η Ασήμω.