Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Είντα νε, μωρέ, τούτονέ; είπε με τρομερή φωνή ο πεθαμένος. Ζωντανό, μωρέ κερατάδες, θέλετε να με θάψετε, και μου βάλετε τα λαζάρια; Συνάμα σηκώθηκε, λευτέρωσε τα χέρια του από τα σάβανα, πετάχτηκε πάνω κέτρεξε σε μια ξιφολόγχη πούτον κρεμασμένη στον τοίχο. Το δωμάτιο άδειασε. Όλοι έτρεξαν έξω και στον πανικό των ακούστηκε πως ο πεθαμένος εβρυκολάκιασε. — Εκαταχάνεψε.

Πούν' τος, παπά μ'! Αφού δεν ήρθε ως ταπόψε, κόπησαν οι ελπίδες μ'!... Α! κυρά! Μη στενοχωριέσαι έτσι! Δρόμος είν' αυτός! Θάλασσες, ποτάμια, βροχές χιόνια... Η καημένη η γριά δεν μπόρεσε ν' απαντήση άλλο, αλλ' ακούμπησε τες πλάτες της στον τοίχο κι' αφαιρέθηκε μονάχη της.

Μπροστά του, πήλινη μικρή λυχνία τρεμοσβύνει. Πάνω από το τραπέζι, κρεμασμένα στον τοίχο από μεγάλα καρφιά, φορτίζονται ένας μακρύς μάτσος κρεμμύδια, μια ξερή προβιά λαγού, ένα καλάθι, ένα κλουβί με μια πέρδικα και στα τούβλα πάνω με μεγάλα άσπρα γράμματα από ασβεστόχρωμα διαβάζονται δύο λέξεις από της Ωδές του Ορατίου: ΑNGULUS RIDET Ένα πήλινο πιάτο στη γωνιά του τραπεζίου με μαρίδες.

Johnson, θα έγραφε ένα έργο που δεν έχει παρόμοιον η ανθρωπότης. Όποιος δεν τον άκουσε δεν ξέρει σε τι ύψος μπορεί να φθάση ο Λόγος· ξεπερνούσε και τους πιο φημισμένους καλλιτέχνες του Λόγου, όσον ο Τισσιανός τις καρβουνογραφίες μικρού παιδιού απάνω στον τοίχο». Τον βρίσκει κανείς κυρίως μέσα στους «Στοχασμούς», τη σειρά αυτή των διαλόγων και δοκιμίων για την Τέχνη και το Ωραίο.

Ξέρουνε η γυναίκες να μετριάζουνε τον έρωτα, μα όχι το μίσος. Όρθια πίσω από τον τοίχο, όλα τα άκουσεν η Ιζόλδη με τα Λευκά Χέρια. Κράτησε καλά στο μυαλό της τα λόγια του Τριστάνου. Αν μπορέση μια μέρα, πώς θα εκδικηθή κείνον που περισσότερο από κάθε τι αγαπάει στον κόσμο!

Η πρώτη ήταν εκείνη του Έφις επάνω σ’ ένα άλογο φορτωμένο με δισάκια και μαξιλάρια και η άλλη ήταν ενός ξένου επάνω σε ένα ποδήλατο που άστραφτε κόκκινο διασχίζοντας σαν βέλος την αυλή. Η Γκριζέντα πετάχτηκε όρθια ακουμπώντας στον τοίχο, τόσο πολύ είχε ταραχτεί. Και το ακορντεόν σταμάτησε να παίζει. «Ντόνα Έστερ μου! Ο ανιψιός σας

Ο Τζατσιντίνο….. το γράμμα που του έγραψε κρυφά…. Πλάι τους, καθισμένη καταγής με την πλάτη στον τοίχο και τα χέρια γύρω από τα γόνατα, η Γκριζέντα γελούσε κοιτάζοντας το αγόρι που έπαιζε το ακορντεόν.

Μα ευχαρίστως θα έδιδα τα δέκα σβάντζικα, για να μου έφερνε κανείς ένα ποτήρι νερό. Μια αρμάθα κυδώνια είχα κρεμασμένη στον τοίχο απ' έν' αραφάκι. Σηκώθηκα, επήρα ένα και το μάσησα, για να ξεδιψάσω. Ύστερα, σαν καλλίτερα μου φάνηκε να ήταν ψημένα. Έκαμα κουράγιο, άναψα φωτιά κ' έψησα δυο-τρία και τάφαγα. Είχα κουράγιο. Η καρδιά μου γερή. Ο εμετός μου είχε πάψει από ώρα.

Ήρθαν και μαύρα χρόνια· Κ' έπρεπε τώρα ο κυνηγόςτα ξένα να γυρέψη Ψωμί για τη γυναίκα του, ψωμί για το παιδί του. Κρεμάει στον τοίχο τ' άρματα και φεύγει, πάειτα ξένα. Μια Κυριακή και μια γιορτή στολίζετ' η Νεράιδα Να πάη κι' αυτήτην εκκλησιά, να βγη καιτο σεργιάνι Κ' εκεί που βγάζει τα χρυσά 'πώνα σεντούκι απ' άλλο Ξανοίγει το μαντήλι της και κάμει πώς το δένει.

Στο πέρασμά της το ξώστεγο έτριζε και από τον τοίχο και το φθαρμένο ξύλο έπεφτε μια γκρίζα σκόνη σαν στάχτη. Ο Έφις την περίμενε να κατέβει.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν