United States or Côte d'Ivoire ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι μεγάλοι τον κύτταζαν ξαφνισμένοι σαν περνούσε, του μιλούσαν, του φώναζαν: «Αι! Αι! παλικάρι»... Αυτός όμως τραβούσε το δρόμο του, χωρίς να δίνη απόκριση. Οι γυναίκες μόνο τον κύτταζαν με συμπάθεια και δεν του μιλούσαν. Μιλούσαν μόνο ανάμεσό τους για το χλωμό του πρόσωπο, τα μακρυά του μαλλιά και τα μεγάλα βαθουλωμένα μάτια τον, μιλούσαν για το γλυκύ παράπονο που ήτανε χυμένο στην όψη του.

αφίνω, και μισεύω, ολόχρυσο πουλί· Βαριά που με πλακόνει παράπονο πολύ. Τρέμει η καρδιά μου, δαίρει, ανήσυχη βαρεί· Ο τόπος που 'χε πρώτα, μου λέει, δεν τη χωρεί. Ο νους μου στο κεφάλι δε θέλει να σταθή, Κοντά σου γύραις φέρει, κι' εσέν' ακολουθεί. Χαμένος οχ τη γνώσι το δρόμο περπατώ, Εδώ κι' εκεί κυττάζω, να σε ιδώ ζητώ. Κινιούμαι, κοντοστέκω με ζάλης ταραχή.

Φωνάζουν, σκούζουν ξέμακρα, το φυλαχτό να ρίξη, Κάποτε με γλυκόλογα, κάποτε με φοβέραις. Φωνάζει η Κάλλω, η ώμορφη, φωνάζει κ' η κλεμμένη, Φωνάζει με παράπονο, με κλάμμα και με αγάπη. Του κάκου· εκείνος τώξερε, τώμαθε από γρηούλαις. Που αν έπεφτετα χέρια τους θάχανε τη ζωή του, Κι' ούτε γυρίζει να ταις 'δή, ούτε και κοντοστέκει, Μόν' ροβολάει μονανεπνιάς και χάνεται στα πεύκα. Πέρασε η νύχτα.

Σαν το σκυλί στο δρόμο. Ας είχα τη γρηούλα κι' ας μούλειπαν τα καλά μου. Τον είχε πάρει το παράπονο. — Αυτά έχει ο κόσμος, είπε ο Καπετάν Βαγγέλης. Όποιο δεν τάχει, ταπογυρεύει. — Το θυμάσαι το Μοσχαδώ; ρώτησε άξαφνα ο Μπαρμπα-Δημητρός. Τα μάτια του γυαλίζανε. Η φωνή του αντρειεύτηκε. — Το θυμάμαι, λέει; Σαν νάνε τούτη η ώρα. — Θεός σχωρέσ' την. Άγια γυναίκα. — Κι' ωμορφούλα, παχουλή, σερπετή.

Κι ο Δάφνης δε μπορούσε νάχη παράπονο για τα λεγούμενα. Επειδή όμως έμενε πολύ πίσω από όσους εζητούσαν τη Χλόη, έκανε το συνηθισμένο στους φτωχούς αγαπητικούς: Έκλαψε και παρακαλούσε πάλι τις Νύμφες να τόνε βοηθήσουν.

Και πέρα ακόμα, ακόμα πέρα, μες απ του λόγκου τα σκοταδερά τρίσβαθα που ίσκιοι βαριοί τα πλάκωναν και φεγγάρι δεν τα διαπερνούσε, άπλωνε ολόγυρα, στους κρύους της νύχτας κόρφους βαθυηχούσε θλιβερό, νανουριστό, πένθιμο, κλαψερό το μυστικό παράπονο του Γκιώνη·Γκιω! Γκιωώ! Γκιωωώ ! .

Η μουσική, χαρούμενη και αισθησιακή, καλούσε στο χορό, μερικές φορές όμως άλλαζε στο παράπονο, σαν να την κούραζε η χαρά, σαν να ανακαλούσε με νοσταλγία την απόλαυση που περνά και να θρηνούσε για τη ματαιότητα όλων των πραγμάτων. Τότε και τα μελαγχολικά μάτια των φοράδων ακόμη έμοιαζε να τα πλημμυρίζει μια νοσταλγική γλυκύτητα.

Δε βάσταξα: «Να όψεσαι, του λέω, πούχασα το παιδί μουΓυρίζει και μου λέει μέσα στον κόσμο: «Εγώ να όψωμαι για σεις που κάνετε τα προκομμένα τα παιδιά; Σαν κάνη ο γυιός σου παραλυσίες και μπεκριλίκια, τι σου φταίω εγώΆνοιξε η γη να με καταπιή. Με πήρε το παράπονο κι' άρχισα τα κλάματα καταμεσής στο παζάρι. «Με τα κλάματα δε βγαίνει τίποτε, γυρίζει πάλε και μου λέει.

Μ' αφότου της ήρθ'εκείνη η αναθεματισμένη λιγοθυμιά στο δρόμο εξ αιτίας από τα λόγια που της είπανε, δεν είχε μάτια να δη καμμιάν η Βεργινία. Έπειτα ήρθ’ η Λιόλια!. . πού είχε νου πια και δύναμη για κουβέντες Και το είχε παράπονο η Ευρυδίκη αυτό, που δεν ήξερε δηλαδής η Βεργινία να ξεχωρίζη τις αληθινές της φίλες.

Κρακρούκ! ανεβοκατέβηκε ξεροσκαστά η βαριά πάνω στο κάφκαλό του. Ελωλώθηκε ο Λιάρος. Εθόλωσαν τα παιδιακήσια του μάτια. Επρομύτισε με τη μούρη στα χώματα. Εχτύπησαν δεμένα τα πόδια του τον αέρα. Εμουκάνισε με κλάψα πολλή, με πικρό παράπονο. Ο μακελάρης πέταξε τόρα με βία τη φοβερή τη βαριά του παράμερα. Εξεφηκάρωσε ένα πλατύ χασαπομάχαιρο κοντό, που άστραψε στον ήλιο ασημένιο.