Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Ω ξένε, τάχ' ανόητος είσαι, 'ς την γνώμη χαύνος, ή θέλεις το και αφίνεσαι, σ' αρέσει να παθαίνης; τόσους καιρούς εις το νησί κρατιέσαι, και ουδέ τέλος δύνασαι ναύρης, και η καρδιά της συντροφιάς σου λυόνει.

Και άμ' ανεβήκαν έσχιζαν το πέλαγο οι μνηστήρες, του Τηλεμάχου αφεύγατον τον φόνο μελετώντας• και πετρωτόν είναι νησί, 'ς την μέση της θαλάσσης, της Ιθάκης ανάμεσα και της τραχείας Σάμου, 845 όχι μεγάλο, η Αστερίς, μ' ακίνδυνα λιμάνια, δυο δίστομα, κ' οι Αχαιοί εκεί τον καρτερούσαν. Ραψωδία Ε

Στη Σύρα ως τόσο δεν είδα παππά· καλοπέρασα όμως και στη Σύρα. Τωραίο, ταγαπημένο το νησί! Τόβαλα στην καρδιά μου. Είναι το πρώτο ελληνικό χώμα, ή, να το πούμε πιο σωστά, η πρώτη ελληνική πέτρα που πάτησα τότες, όταν ήρθα στην Ελλάδα. Και τώρα πόσο πιο όμορφη μου φάνηκε ακόμη! Έφτασε νύχτα το βαπόρι.

Περνώντας λοιπόν όλα τα δάση, εφθάσαμεν τέλος πάντων εις το παραθαλάσιον, εις λιμένα, και εκείθεν εμβάντες εις πλοίον, εφθάσαμεν εις ένα νησί λεγόμενον Ραϊχά, του οποίου η καθέδρα είχε περίφημον εμπόριον εις διάφορα είδη πραγματειών.

Σύρε και τη μεγάλη κασσέλα από κάτω απ' το κρεββάτι, να ρίξω μια ματιά στα ρούχα, να τα τινάξωμε πριν φύγωμε, ν' αλλάξωμε και τις λεβάντες για το σκόρο... Η μεγάλη κασσέλα είχε μέσα τα προικιά της Ταρσίτσας, πλούσια προικιά, μεταξωτά και νταντέλλες και κεντήματα ξακουστά σ' όλο το νησί, σαράντα χρόνια τώρα. ... Φύγανε κ' ήρθανε στην Αθήνα. Τρεις μήνες είχε πια η Ταρσίτσα στο σπίτι του παπά.

Πιες ένα δαχτυλάκι, να μη ζωντανέψη ο αστακός μέσα σου. Ο παπάς είχε μαγειρέψη μοναχός του ένα πιλάφι με αστακοουρές, σα Μεγάλη Σαρακοστή που ήτανε. Το πιλάφι του παπά ήτανε ονομαστό σ' όλο το νησί, κανένας δεν τώφκιανε και «ο φαγών μεμαρτύρηκε». — Τράβα μία, το καλό που σου θέλω, ξαναείπε, και της έβαλε στο ποτήρι της.

Εγώ έμεινα επάνω εις το νερόν κολυμβώντας όσον ηδυνάμην κατά το επίλοιπον της ημέρας· έφθασεν όμως μία νύκτα σκοτεινή με άνεμον σφοδρόν και άρχισε να βοά η θάλασσα από τα κύματα και εγώ σχεδόν έχασα τας δυνάμεις μου, όταν αιφνιδίως ένα κύμα σφοδρόν με έφερεν εις το περιγιάλι του νησιού και με έρριξεν έξω, επάνω εις την άμμον και όταν επάτησα στερεάν γην, με γρηγορότητα έτρεξα διά να μην έλθη άλλο κύμα και με σύρη μέσα· ως τόσον εβγήκα υγιής εις το νησί· και την αυγήν όταν εξημέρωσεν, περιτριγύρισα όλο εκείνο το νησί και αγκαλά το εύρον έρημον, και ακατοίκητον και μακράν από την στερεάν έως ογδοήντα μίλια, το οποίον με ελύπησεν αρκετά, ήτον όμως γεμάτο από διάφορα χόρτα και δένδρα καρποφόρα· όθεν παρηγόρησα ολίγον την πεινασμένην και ταλαιπωρημένην κοιλίαν μου με τα οπωρικά που εύρον.

Τον καπετάνιο μας όλοι τον εμακάριζαν για την καλή καρδιά, τη γρήγορη γολέτα και την όμορφη γυναίκα του. Οι προξενήτρες στο νησί για να παινέψουν τον γαμπρό έλεγαν: Καλόγνωμος σαν τον καπετάν Παλούμπα. Οι ναυτικοί όταν ήθελαν να συστήσουν κάποιο καράβι: Καλοτάξειδο σαν τη γολέτα του καπετάν Παλούμπα. Και οι νέοι όταν εμιλούσαν για την αγαπητική τους: Όμορφη σαν τη γυναίκα του καπετάν Παλούμπα.

— Ε, μωρέ παιδί· πιάσε καλά το τιμόνι και κυβέρνα το άφοβα· λέγει ο καπετάνιος στον ναύτη του. Εγώ νυστάζω και πάω να κοιμηθώ. Στο λιμάνι σαν φτάσης με ξυπνάςΚαλά πατέρα· πήγαινε κ' ένοια σου. Μικρός εβγήκεν ο Βαλμάς από το νησί κ' εγύρισε πενηντάρης με άσπρα μαλλιά στο κεφάλι, με τον Γιώργη δεκοχτώ χρονών και με το ξύλο φρεσκοχτισμένο και πισαλειμμένο, κομψό και καλοθάλασσο.

Τα χέρια είναι ωραία, καλό το τραγούδι, σιγανός ο τόνος και γλυκειά η φωνή. Κείνη τη στιγμή μπαίνει ο Καριάδος, πλούσιος κόμης από κάποιο μακρυνό νησί. Είχεν έλθει στο Τινταγκέλ για να προσφέρη στη Βασίλισσα της υπηρεσίες του, και πολλές φορές μετά την αναχώρησι του Τριστάνου της είχε πη τον έρωτά του. Αλλά η Βασίλισσα απέκρουε της αιτήσεις του και τον έλεγε τρελλό.

Λέξη Της Ημέρας

αύξαναν

Άλλοι Ψάχνουν