United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Ρένας αισθανότανε τη μυρουδιά του καπνού, κι' έβλεπε το χέρι του να το μαυρίζει η σκιά του. Ο καπνός έβγαινεν από τους καπνοδόχους σα να τον σπρώχνανε με δύναμη, σα να τον φυσούσανε από το άνοιγμα του καπνοδόχου. Κουβάρια, και τόπια, και τούφες, και κύματα, και χεριές, ο καπνός, τραβούσεν ίσα κατά την πρύμη του καραβιού, περνούσε το πρυμιό άλμπουρο και χανότανε. Αυτός ήταν ο καπνός.

Ο ουρανός πλήρης αστέρων, απλούται ως απέραντος οροφή άνω του πελάγους, το οποίον μαυρίζει προς τα κάτω και χάνεται εις τα σκότη, αφ' ων αόριστος, μυστηριώδης αναδίδεται ψίθυρος ως αύρας πνεούσης μακράν εν τω δάσει. Ψίθυρος ευάρεστος, μορμυρισμός ρυακίου, ρέοντος υπό την χλόην, μαλακά, υποκώφως.

Τότε ο Δράκοντας ξέρασε από τα ρουθούνια ένα διπλόν πίδακα φαρμακερές φωτιές: Ο θώρακας του Τριστάνου μαυρίζει σαν σβυμένο κάρβουνο, τ' άλογο του κυλιέται χάμου και ψοφάει. Αλλά ο Τριστάνος ξανασηκώνεται αμέσως και χώνει το γερό ξίφος του μέσα στο στόμα του θηρίου: το ξίφος περνάει πέρα για πέρα και του κόβει την καρδιά στα δύο.

Αυτό το πανί, μωρέ παιδί μου, το λένε Αράπη. Γιατί μαυρίζει από τον καΰμό του, σαν ανοίξη. Όλα τα στοιχεία το χτυπάνε. Το χτυπά ο αγέρας, το χτυπά η θάλασσα, το χτυπά το χιόνι, το χτυπούν οι κεραυνοί, τόσα άγρια δόντια να το φάνε. Πώς να μη μαυρίση το καϋμένο! Είνε να πούμε η σημαία και το σάββανο του καραβιού. Ή θα γλυτώση το καράβι και θα γείνη σημαία του, ή θα χαθή και θα γείνη σάββανό του.

Τι λέγουν, ο κορυδαλός αλλάζει με τον φρύνον τα μάτια του; . Και την φωνήν ας είχεν αλλαγμένην, αφού σε διώχνει απ' εδώ με το κελάδημα του, σαν ξυπνητήρι θλιβερόν και παραπονεμένον. Ω! φύγε, φύγε, και το φως αυξάνει και πληθαίνει . ΡΩΜΑΙΟΣ Λάμπει το φως, κ' η Μοίρα μας θολόνει και μαυρίζει. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Κυρία! ΙΟΥΛΙΕΤΑ Παραμάνα μου. ΠΑΡΑΜΑΝΑ Η μάνα σου θα έλθη. 'Ξημέρωσε. Προσέχετε.

απελπισία γυρίστε μου την κάθε απαντοχήν μου, 'ς έρμο κελλί με νήστειαις να φθείρω την ζωήν μου, κάθε κακό, 'πού της χαράς το πρόσωπο μαυρίζει, να κατατρέχη ό,τι αγαπώ, σκληρά να το αφανίζη, μαρτύριατούτην την ζωήν ας λάβω καιτην άλλην, αν αφού χήρα ονομασθώ νύμφη εγώ γίνω πάλιν. ΑΜΛΕΤΟΣ Και αν αυτή τ' αθετούσεν όλα τώρα; ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΑΣ Όρκος μεγάλος!

Πού πας περδικομάτα μου, κατά 'ςτό μεσημέρι, Που σε λερώνει ο κορνιαχτός και σε μαυρίζει ο ήλιος; 'Στά φουντωτά τα δένδρα μου να ξαποστάσης έλα, Να πιής οχ' τη βρυσούλα μου, να πάρης λίγη ανάσα, Να ξαπλωθήςτους ίσκιους μου όσο να πέσ' η κάψα Κι' όσο να πάρη το δροσιό, κ' ύστερ' αν θέλης φεύγεις.

Απάνω εις τον Ποταμό, εις την Βραΐλα, έχει δουλειά τακτική. Και ήρχοντο και παρήρχοντο η καλαίς ημέραις. Και πάλιν ξαναήρχοντο και πάλιν παρήρχοντο. Και το σπιτάκι που έλαμπε πρώτα σαν το χιόνι επάνω εις τον Βράχον με την αυλίτσα την κάτασπρην, εμαύρισε σαν φούρνος πλέον από τον καπνόν της δυστυχίας. Έτσι μαυρίζει κ' η καρδιά που έχει μέσα λύπη. Αι γειτόνισσαις δεν την επίστευον πλέον.

Έχουν τα λόγια σου της Μοίρας τη δύναμη, κι ό,τι να πω κι ό,τι να φωνάξω, το βλέπω πως θα γίνη το θέλημά σου, παιδί μου. Γραφτό της είνε της μάννας να φέρνη στον κόσμο χαρές, και να καταπίνη φαρμάκια. Γεννάς, αναθρέφεις και χάνεις! Βλέπω και δε βλέπω το σύννεφο που μαυρίζει ομπροστά μου. Η ψυχή μας δεν τις χωρεί τις μεγάλες τις συφορές.

Το θέλω κ' εγώ; Να, έτσι κάνουν άσπρα-άσπρα τα μάτια μου. Και έδειξε πέραν προς τον μαύρον δρυμόν, όπου υπελεύκαζον όγκοι τινές υψηλοί. — Είνε βράχια, απήντησεν ο αρχηγός. Ντροπή σου! — Ήμουν δεκαπέντε χρόνων, σου το είπα. Επερνούσα από το ρέμα, ένα μεγάλο και σκοτεινό ρέμα, μαύρο, κατάμαυρο, όπως μαυρίζει εκείκαι έδειξε πέραν το δάσος. — Ήτον καταμεσήμερο, και της ηύρα κ' εχόρευαν.