United States or Northern Mariana Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είτα η συντροφιά, ως είχε γλυστρήσει τρις και τετράκις, με γέλοια και ευθυμίαν, θα εστρώνετο υπό τα πλατάνια, σιμά στην βρύσιν, όπου ο Χρήστος ο Καλογιάννης θα ελιάνιζε το κοκορέτσι και ο Φραγκούλης του Πάνου θα εσούβλιζε το μπούτι, κ' η Κρατήρα η Σκαρλάταινα θα έφερνε ζεστά αχνιστά τα τυροπ'τάρια, με χλωρόν τυρί, και με δωδεκάδα αυγών κατασκευασμένα, και ψημένα στον φούρνον του καλυβιού της, αντικρύ στην ράχην του βουνού.

Εκείνη πέταξε το δεμάτι, μάζεψε τα χρήματα τρομαγμένη σαν το πουλάκι που τσιμπάει τα ψίχουλα και το ’σκασε πηδώντας ευκίνητη. Αλλά η Κυρία της γέννας, αν και είδε τα ζεστά, υγρά νομίσματα μέσα στη χούφτα του κοριτσιού που έκαιγε, την έφτυσε στο πρόσωπο για να της φύγει ο φόβος και της είπε γελώντας: «Πήγαινε, γιατί έχεις πυρετό και παραισθήσεις. Τα νομίσματα θα πρέπει να τα βρήκες.

Ανάμεσα στη Γκριζέντα και στη Νατόλια, ψηλός, διαφορετικός από όλους έμοιαζε να είναι το μαργαριτάρι στο δαχτυλίδι του χορού και ένοιωθε το χέρι της Γκριζέντα να εγκαταλείπεται τρέμοντας λιγάκι μέσα στο δικό του, ενώ τα σκληρά και ζεστά δάχτυλα της Νατόλια μπλέκονταν δυνατά με τα δικά του σαν να ήταν εραστές.

Μέσα στον ανήσυχον ύπνο του είδε πολλές φορές πως ήταν κάτω στον βυθό κ' επάλαιβε κ' εκονταροχτυπιόταν για ένα ψύχαλο σφουγγαριού. Ετσάκιζε πλευρά, κεφάλια έσπανε, ζεστά και αχνισμένα σωθικά εξέσχιζε λουρίδες με τα δόντια του· αίμα έπινε κ' εμάσα σηκότια ανθρώπινα σαν δράκος. Και όλα για το τιποτένιο ψύχουλο.

Είπε και με την ζώστρα του συσφίγγει τον χιτώνα, προς τα μανδριά πορεύεται, 'που εκλειούσαν χοίρων πλήθη, σηκόνει δύο, σφάζει τους κ' ευθύς τους καψαλίζει, και αφού καλά τους λιάνισεταις σούβλαις τους περνάει, 75 και άμα τα κρέατ' έψησε τα φέρει του Οδυσσέα, ζεστά ζεστά μες τα σουβλιά, κ' επάνω τ' αλευρόνει, και εις καυκί μέσα συγκερνά κρασί γλυκύ σαν μέλι, και αντικρυνά του κάθεται και τον παρακινάει• «Ω ξένε, τρώγε απ' το φαγί το χοίρινο, των δούλων, 80 και τα θρεφτάρια ολόπαχα τα ευφραίνονται οι μνηστήρες, 'π' ούτ' έλεος έχουντην ψυχήν ούτε της δίκης φόβο• πλην τ' άνομ' έργα οι μάκαρες θεοί δεν αγαπούσι, αλλά τα δίκαια και χρηστά τιμούν των θνητών έργα. και οπόταν άνδρες άρπαγαις, κακόπρακτοι, πατήσουν 85 εις ξένον τόπον και εις αυτούς λάφυρα δώση ο Δίας, άμα φορτώσουν, σπουδακτά γυρίζουντην πατρίδα, ότι κ' εκείνων εις τον νου της δίκης πέφτει τρόμος. πλην τούτοι κάπως θα 'μαθαν, θεού φωνή τους είπε, το τέλος του, αφού δίκαια δεν θέλουν να μνηστεύουν, 90 ουδέ να γύρουν σπίτι τους, αλλ' ήσυχα του φθείρουν δυναστικώς τα πλούτη του χωρίς να τα λυπούνται. τι κάθε ημέρα του Διός, όσαις και αν έχη ο χρόνος, ένα ποτέ δεν σφάζουσι σφακτόν ή δύο μόνα• και άφθονα βγάζουν το κρασί και το ρουφούν οι αυθάδεις. 95 ότ' είχε βιόν αμίλητον, όσον δεν είχεν άλλος ήρωαςτην μαύρη στερεάν, αλλ' ούτετην Ιθάκη. κ' είκοσι ανδρών ολόκληρα και αν ενωθούν τα πλούτη τόσα δεν είναι• τώρα εγώ να σου τ' απαριθμήσω• δώδεκ' αγέλαιςτην στερηά, τόσαις κοπαίς προβάτων, 100 και τόσαις χοίρων, και γιδιών τόσα πλατειά κοπάδια, του βόσκουν ξένοι μισθωτοί ποιμένες και δικοί του. κ' εδώτην άκρην ύστερη γιδιών πλατειά κοπάδια ένδεκα βόσκουν, και άνθρωποι καλοί τα επιστατούσι. καθένας πάντοτε απ' αυτούς καθημερνά τους φέρει 105 από τα ερίφια τα παχειά το εξαίρετο, το πρώτο. κ' εγώ πάλ' είμαι φύλακας των χοίρων οπού βλέπεις, και το θρεφτάρι το καλό διαλέγω και τους στέλνω».

Τα χέρια σου είναι ζεστά ακόμη από τα αγκαλιάσματα της άλλης, τα χείλη σου καίουν από τα φιλήματά της. Μη με πλησιάζης... Μου κάνεις φρίκην! Φύγε! Κ ώ σ τ α ς· Μαρία μου; με παρέσυρε. Άκουσε. Μ α ρ ί α. Κ ώ σ τ α ς. Δεν με αγάπησες λοιπόν ποτέ; Μαρία. Μ α ρ ί α.

Δεν χάνω καιρό, πηδώ μέσα με τα ρούχα μου. Δυο βουτιές κ' έσυρα το παιδί από τη θάλασσα. Έσυρα εκείνο μα εμπλέχθηκα εγώ αλύτρωτος στα δίχτυά της. Από τότε έφυγεν ο ύπνος, η ησυχία, η χαρά από κοντά μου. Εκείνο το θαλασσοβούτημα, το χλιαρό νερό που αγκάλιασε το κορμί μου έσυρε την ψυχή σκλάβα κατόπιν του. Το εθυμόμουν κ' ενόμιζα ρεύμα ηλεκτρικό πως έσερνε στη ραχοκοκκαλιά μου ζεστά φιλήματα.

Κέρδισε τότες ο Αυρηλιανός· και τόσο του βαριοφάνηκε, λένε, του Τύφου, που για να ξεσκάση κατασκεύασε είδος μικρή λίμνη με ψεύτικα νησάκια, μέσα και με ζεστά νερά γεμισμένη. Κι απάνω και γύρω στα νησάκια εκείνα ο Τύφος κ' οι φίλοι του, καθώς κ' οι φιλενάδες, περνούσαν ακόλαστες ώρες.

Ανάμεσα στις τόσες νεκρές φιγούρες εκείνη του φάνηκε η μόνη ζωντανή ακόμη, τόσο ζωντανή που τα ζεστά του χέρια είχαν τη δύναμη να τον ανασηκώσουν, να τον ξαναφέρουν κατ’ ευθείαν στον κόσμο των ζωντανών.

Έμοιαζα μ' ένα γερό βαπόρι που έχει τους φούρνους αναμένους, τα λεβέτια ζεστά, γεμάτον τον ατμό και δεν τολμά μηδέ κύμα μηδ’ άνεμος να του κόψη τον δρόμο. Ως τα προχθές που έλαβα το τελευταίο γράμμα στην Πόλη. Μόλις εδιάβασα πως έγινε και της Ρούσας ο γάμος ελύθηκαν ευθύς τα ήπατά μου.