Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 16 Μαΐου 2025


Στη θύρα εμπρός δεν βλέπω νάχουν νερό απ' την πηγή, που πλύνουνε τα χέρια, όταν πεθαίνη άνθρωπος στο σπίτι. Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Την πλεξίδα, δεν βλέπω εις την είσοδο να είναι κρεμασμένη, που δείχνει πως εσκέπασε το πένθος ένα σπίτι, ουδέ γυναίκες άκουσα τα στήθια να χτυπούνε. Β’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Και όμως η ημέρα αυτή είναι ημέρα πένθους. Α’ ΗΜΙΧΟΡΙΟΝ Τι θέλεις με αυτό να πης;

Ω Αρετή! πολύτιμος Θεά, συ ηγάπας πάλαι Τον Κιθαιρώνα, σήμερον Την γην μη παραιτήσης, Την πατρικήν μου. Στροφή Α Γη των θεών φροντίδα, Ελλάς ηρώων μητέρα, Φίλη, γλυκεία πατρίδα μου Νύκτα δουλείας σ' εσκέπασε, Νύκτα αιώνων. Ούτω εις το χάος αμέτρητον Των ουρανίων ερήμων, Νυκτερινός εξάπλωσεν Έρεβος τα πλατέα Πένθυμα εμβόλια.

Πλακώνει το σκοτάδι, Περνούν τρεις ώραις, και βουνό δεν φαίνεται 'μπροστά του Χιονούρα αδιάκοπη, βαρειά, κι' αγέρας ωργισμένος... Κάποτε παίρνει ανήφορο, λέει κ' ηύρε το βουνό του, Χτυπάει, φωνάζει τ' άλογο... Βιάζετ' αυτό, ανεβαίνει Φυσάει με λύσσα ο άνεμος, και ρίχνει, ρίχνει, χιόνι, Που όσο ν' ανέβη 'ςτήν κορφήν εσκέπασε το μαύρο. Φυσομανάει και σαν στοιχειό παλεύει με το χιόνι.

Η μήτηρ του τον κατέκλινε δίπλα εις την παραστιάν, επί μαλλίνου κυλιμίου, τον εσκέπασε με μίαν άκραν της βελέντζας, εσταύρωσε τρις το προσκέφαλόν του και τον άφησε να κοιμηθή. Η Λενιώ δεν ηθέλησε να πλαγιάση, λέγουσα ότι ήθελε να περιμείνη τον πατέρα της, όστις είχε τάξει να της φέρη ένα ώμορφο στολίδι από το χωρίον.

Είπε, και τον ωδήγησεν ο θείος χοιροτρόφος εις την καλύβα, και κλαδιά δασειά για να καθίση έστρωσε και τα εσκέπασε μ' αγριογιδιού τομάρι, 50 μέγα, πολύτριχο, δασύ, 'που το 'χε στρώμα εκείνος. εχάρ' όπως τον δέχθηκε και του 'πεν ο Οδυσσέας• «Ο Δίας και όλ' οι αθάνατοι να σου χαρίσουν, ξένε, αφού με καλοδέχθηκες, ό,τι η καρδιά σου θέλει». Και προς αυτόν απάντησεν ο Εύμαιος χοιροτρόφος• 55 «Και αν από σε μικρότερος έλθη, δεν πρέπει, ω ξένε, τον ξένον να μη σεβασθώ• του Διός είναι οι ξένοι και οι πτωχοί όλοι• ολιγοστό και αγαπητό το δώρο δίδουμ' εμείς• επειδή αυτός των δούλων είναι ο νόμος, να τρέμουν όταν κυβερνούν οι άρχοντες οι νέοι• 60 ότ' οι θεοί τον γυρισμόν του ανδρός εκείνου εφράξαν, 'που θα με αγάπα εγκαρδιακά και θάμ' είχε προικίσει με όσα ο κύριος πρόθυμα τον δούλο του ανταμείβει, με σπίτι, με καλόμορφη γυναίκα και με κτήμα, αν κείνου ευλόγησε ο θεός το έργο και τους κόπους, 65 όπως κ' εμένα ευλόγησε το έργο αυτό 'που κάμνω. όθε, αν ο κύριος γέραζεν εδώ, χαρά ς' εμένα• και τώρα εχάθη^ αχ! ήθελα το γένος της Ελένης να 'χε χαθή, που εθέρισε πολλαίς ζωαίς ανδρείων• ότι και αυτός εκδικητής του αδικημένου Ατρείδη 70το εύιππον Ίλιον ώρμησε τους Τρώαις να κτυπήση».

Ήκουον μόνον οι κύκλοι Των ουρανών, την σύμφωνον Θεόπνευστον ωδήν, Και τον αέρα ακίνητον Είχε η γαλήνη. Αλλ' ότε το μειδίασμα Του θεού των ερώτων, Τον Κιθαιρώνα εσκέπασε Με θύμον και με κλήματα Σταφυλοφόρα. Εκεί ο ρυθμός επέραστος Καταβαίνων, το βλέμμα Των γηγενέων δρακόντων Εχάθη, ως τα χαράγματα Χάνεται ο ύπνος.

Θα μου το πλήρωση ο μικρός Κλώσος, έλεγεν ενώ επέστρεφε. Θα τον σκοτώσω! Εκείνην την ημέραν είχεν αποθάνει η νόνα του μικρού Κλώσου. Ήτο κακή και ανάποδη γραία, αλλ' ο εγγονός της την ελυπήθη, την έβαλεν εις το κρεβάτι του, και την εσκέπασε ζεστά ζεστά με την ελπίδα ίσως την ζωντανεύση. Εκεί την άφησεν όλην την νύκτα, αυτός δε εκάθισε να κοιμηθή εις μίαν καθέκλαν.

«Δεν πρέπει να 'σαι εντροπαλός, Τηλέμαχ', εσύ πλέον• γι' αυτό το πέλαγο έσχισες, να μάθης τον πατέρα 15 ποιο χώμα τον εσκέπασε, ποια μοίρα τον ευρήκε. αλλ' ίσιατον ιππόδαμο τον Νέστορα πορεύου• ας μάθουμετα στήθη του ποιαν γνώμη κρύβει εκείνος• ατός σου παρακάλειε τον, όπως μας είπη αλήθεια• είν' άνδρας συνετώτατος• δεν θέλ' ειπή το ψέμμα». 20

Έπεμψε να κράξη και την θυγατέρα του, διά να ιδή μίαν φιλόσοφον μαϊμού, επειδή και αυτή είχεν αρκετήν σπουδήν εις πολλάς επιστήμας· και όταν ήλθεν έμπροσθέν μας εσκέπασε το πρόσωπόν της, λέγει της ο βασιλεύς· διατί σκεπάζεσαι; εδώ δεν είνε κανείς άνδρας να σε ιδή· απεκρίθη η βασιλοπούλα· εδώ εις την μορφήν της μαϊμούς είνε ένας υιός μεγάλου βασιλέως, τον οποίον ένα πονηρόν Τελώνιον τον μετεμόρφωσεν εις τέτοιον σχήμα.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνην αποκρίθη· 10 «Αχ! οι θεοί σ' εμώραναν, βυζάστρ' αγαπημένη, 'που και απ' τον γνωστικώτερον την γνώσι ν' αφαιρέσουν δύνανται αυτοί, και νόησι να δώσουν του ανοήτου· και τώρα κείνοι εσάλευσαν και σε, 'που φρόνιμ' ήσουν. τι μ' αναπαίζεις άσπλαχνα, την καταπικραμένην, 15 με λόγια ξένα, κ' έξαφνα σηκόνεις μ' απ' τον ύπνον, οπ' έδεσε κ' εσκέπασε γλυκά τα βλέφαρά μου; ύπνον δεν πήρ' ωσάν αυτόν, απ' ότ' ο Οδυσσέαςτην Κακοΐλιον πέρασε την τρισκαταραμένην. αλλά καταίβα τώρ' ευθύςτο μέγαρον, όθ' ήλθες, 20 ότι από ταις θεράπαιναις, οπ' έχω, αν άλλη ερχόνταν να μου ειπή τούτα, κ' έξαφνα μ' εσήκονε απ' τον ύπνο, με σκληρόν τρόπο θα 'καμνα να φύγη απ' έμπροσθέν μουτα μέγαρο· και τώρα συτο γήρας χάριν έχε».

Λέξη Της Ημέρας

δέτη

Άλλοι Ψάχνουν