Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025


Και ευθύς αρχίσαμεν και εκατασκευάσαμεν μερικές καλαμωτές καλά δεμένες και πλεγμένες με βέργες, τες οποίες αφίνοντάς τες εις το περιγιάλι εμισεύσαμεν προς το βασίλευμα του ηλίου διά να υπάγωμεν εις το παλάτιον του θηριώδους Κύκλωπος με σκοπόν τοιούτον ότι την νύκτα όταν αυτός κοιμάται και ρογχίζει, με ένα από τα δικά του σουβλιά να του βγάλωμεν το μάτι, έπειτα να τον θανατώσωμεν, αν δυνηθώμεν, ει δε μη μένοντας τυφλός δεν ηδύνατο να μας βλάψη με το να μη μας έβλεπε, και εάν ήτο μοναχός ημπορούσαμεν να ζήσωμεν εις το νησί μετά τον θάνατόν του· ειδεμή και είχε και άλλους συντρόφους και δεν ηθέλαμεν κατορθώσει τον θάνατόν του, αυτός όντας τυφλός ήθελε τους κράξει με την φοβεράν του και βροντώδη φωνήν εις βοήθειαν του, ημείς τότε έχοντας έτοιμες τες καλαμωτές εις το περιγιάλι ευθύς τρέχοντες τες ρίχνομεν εις την θάλασσαν και εμβαίνοντες μέσα με τα κουπία θέλομεν φύγει την θηριώδη ορμήν εκείνων και κάλλιον να ενταφιασθώμεν εις τα κύματα της θαλάσσης παρά εις το θηριώδες στομάχι του αγρίου γίγαντος.

Χάρισμά σου! της είπε ο Παύλος. Κι' απ' τη στιγμήν εκείνη δεν είδε τίποτε άλλο στον κόσμο απ' την Παυλίνα, ούτε τον ουρανό, ούτε τη θάλασσα, ούτε τάστρα, ούτε τα λουλούδια, γιατί όλα τα ζήλευε η Παυλίνα. Έν' άλλο πρωί, γέρνοντας στην αγκαλιά του, του είπε πάλι: — Δος μου το νου σου και τα συλλογικά σου, Παύλο. Να τάχω δικά μου και μόνο δικά μου.

Καιτην κορφή βαλμένη Μύθους και γεροντόλογα θα μολογά η γρηά μου. — Αχ, πότε θάρθ' η άνοιξη! — Αναστενάζεις, Διάκο; Ε, μη χολιάτε, ωρέ παιδιά, τρεις μήνες είνε ακόμα. Σαν δύση ο ήλιος τ' Απριλιού και λυώσουνε τα χιόνια Και χορταριάσουν η πλαγιές κι' ανθίσ' η αριά κι' ο γράβος, Δικά μας είνε τα βουνά, τρεις μήνες είνε ακόμα.

— Ο Θεός πολλά καλά να σε δίνη, Βαλινδέ! είπε. Μέρα νύχτα παρακαλώ να κόβη από τα χρόνια μου να βάζη στα δικά σου. Η μήτηρ μου εφαίνετο υπερβολικά ευχαριστημένη· ο Μιχαήλος επήγε να τα χάση από την χαράν του, απευθύνων μυρίας ερωτήσεις και περιποιήσεις πότε εις τον ισχνοτενή εκείνον πρασινορασοφόρον και πότε εις την μητέρα του. Μόνον εγώ και ο Λουής ιστάμεθα άφωνοι και ενεοί.

Πάλι λοιπόν τις ακόλουθες ημέρες θυσιαζόντανε σφαχτά κ' έδιναν τραπέζια, κ' εκρεμούσε κ' η Χλόη τάματα τα δικά της: το σουραύλι, το ταγάρι, το τομάρι, τα καρδάρια· έχυσε και κρασί στην πηγή, που ήτανε στη σπηλιά, επειδή κι αναθράφηκε κοντά της και πολλές φορές ελούστηκε μέσα σ' αυτή· έβαλε στεφάνια και στον τάφο της προβατίνας, που της τον έδειξε ο Δρύαντας· κ' έπαιξε κι αυτή κάτι με το σουραύλι στο κοπάδι και παρακάλεσε τις θεές, αφού και για τιμή τους έπαιζε το σουραύλι, να βρη εκείνους που την παραπέταξαν άξιους για το γάμο της με το Δάφνη.

Κι όταν μπήκα στην κάμαρά μας, είδα πως τα δικά μου παράθυρα είχαν την ίδια θέα, που είπα πρωτήτερα, με τη διαφορά πως η θάλασσα φαινόταν από δω ακόμα σιμότερα. Στάθηκα πάλι εκεί και δεν ήξερα τι γινότανε μέσα μου εκείνη τη στιγμή. Μα την ίδια ώρα έπεσε η ματιά μου στη γυναίκα μου.

Τέσσερα από τα παιδιά μας τα είχε παρμένα Χάρος. Μας έμνησκαν τρία, η Καλλίτσα, ο Γιάνης, κι ο Κωστάκης, το βυζαστάρικό μας. Για να γλυτώσουμε τα δύο τα μεγαλήτερα από το θανατικό, τα βάζουμε σε παράμερο καλύβι λίγο έξω από το χωριό, κοντά σε μια γυναίκα που είχε και δικά της άλλα τρία παιδιά. Εμείς με το μικρό τον Κωστάκη μείναμε σπίτι. Τότες είταν που ξέσπασε το κακό.

ΜΑΝΝΑ. Όσες καϋμούς να της ποτίζουνε μωρά δεν εφασκιώσανε. ΜΑΝΝΑ. Μακάριες οι στείρες όσες δεν γνωρίζουνε τέτοιες λαχτάρες, που τα χείλα κιτρινίζουνε. ΑΓΙΟΣ ΔΗΜ. Η καρδιά μου σαν κερί μέσα στα σωθικά μου λυώνει. . . 2ος ΠΡΕΣΒΥΤ. Άκου, Λαέ, τα λόγια τα δικά μου, λέγει ο Κύριος. Όσοι δάκρυα θα σπείρουνε, την αγαλλίασι κατόπιν θα θερίσουνε.

Εχρυσώνονταν κ' εγιάλιζαν τα μπροστινά ασπράδια τους από τον ήλιο και πίσω πίσω η μαυρίλα τους πρόβαινε φοβερή. Φόρτωσαν οι αγωγιάτες. Πρώτα έκαμαν τες καβάλες μας κ' ύστερα τα φορτιά. Εγώ μοναχά κι ο ξάδερφός μου ήμεσταν καβάλες. Τ' άλλα τα πράμματα τάχαν φορτωμένα με μαλλιά δικά τους και ξένα οι αγωγιάτες.

Πες του να κατέβη και θα πάμε κυνήγι. Άλλο ένα τσιγάρο, και φάνηκε ο Μιχάλης με το τουφέκι κι αυτός. — Μα έναν καφέ, αδερφέ μου. Έλα πρώτα μέσα. Την άναψε κιόλας η Βασιλική τη φωτιά. — Πάμε τώρα πούχει κυνήγι, κ' ύστερα γυρίζουμε και τον πίνουμε. — Πάει καλά, κ' έτσι γίνεται. Και ξεκίνησαν όξω προς τα δικά τους τα λιόδεντρα.

Λέξη Της Ημέρας

προφητεύσω·

Άλλοι Ψάχνουν