Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Τα χείλια της ήσαν σιμά στα δικά του. Ανάμεσα στα δυο χείλια ένα φιλί πετούσε σα λευκή πεταλούδα που ζητούσε ένα κόκκινο άνθος να ξεκουρασθή. Μ' ένα τρεμουλιαστό πέταμα κάθισε πρώτα στα χείλια της κοπέλλας. Κ' ύστερα κάθισε στα χείλια τα δικά του. Η πεταλούδα πετούσε τρελλή από το ένα λουλούδι στο άλλο. Και δεν ακούσθηκε κανένας ήχος φιλιού στον αέρα, γιατί το φως του φεγγαριού ήπιε το φιλί τους.
Είναι όμως σύγκαιρα και δραματική, άφησε που μας διδάσκει και κάμποσα δικά μας.
Και καλά που βρέθηκαν οι Τούρκικες εκείνες οι διαφορές και τα φόρτωσαν όλα απάνω τους. Κ' έτσι έμεινε η Μιχάλαινα, και μερικές άλλες παντρεμένες και λεύτερες, άγνωρες κ' ήσυχες μέσα στο μεγάλο το σούσουρο που έπαιρνε κ' έδινε. Κάθισαν, κεράστηκαν, έβγαλαν τα καπνά τους, τα λέγανε, και περνούσε η ώρα. Οι άλλες οι παρέες πάλε, τα δικά τους κι αυτοί, τώρα όμως διαφορετικές ομιλίες.
Ο Μιχάλης πάλε, κάμνοντας ο δύστυχος καρδιά με το στανιό, τράβηξε σπίτι του να πάρη τη γυναίκα του και να πάνε στου Γιάνη. Τάξερε τα τούρκικα τα κατατόπια ο Δημήτρης σαν τα δικά τους. Και το Χασάνη τονε γνώριζε και τις συνήθειές του. Πηγαίνει απ' ασύχναστα καταράχια και κρυφοχώνεται σε ρουμάνι που παράπλευρα περνούσε κάθε ταχυνή ο Χασάνης, διαβαίνοντας κι αυτός στις ελιές του. Η ώρα του κιόλας.
Ακόμα δε βγήκε απ' τ' αυγό, θέλει κι' έρωτες. ΜΙΣΤΡΑΣ — Ξεχνάς τα δικά σου. Πολύ εύκολα τα ξεχνάς, να σε χαρώ. ΦΛΕΡΗΣ — Δεν είναι το ίδιο. Δεν είναι το ίδιο. Παιδιάτικες αννοησίες. ΜΙΣΤΡΑΣ — Να παντρέψης το κορίτσι σου, Τάσσο. ΦΛΕΡΗΣ — Θα το παντρέψω όταν ξέρω εγώ και όταν νομίζω εγώ. Δεν είναι η ώρα. ΜΙΣΤΡΑΣ — Είσαι κύριος να κάμης ό,τι θέλεις. Του λόγου σου προστάζεις.
Αυτό το μπράτσο την αγκάλιασε, αυτά τα χείλη έτρεμαν πάνω στα χείλη της, αυτό το στόμα εψέλλισε στο δικό της: «Είσαι δική μου! Είσαι δική μου! ναι, Καρολίνα για πάντα». »Και τι σημαίνει πως ο Αλβέρτος είναι σύζυγός σου; Σύζυγος! Αυτό λοιπόν θα ήτανε γι' αυτό τον κόσμο — ναι γι' αυτόν τον κόσμο — αμαρτία ότι σε αγαπώ, ότι επιθυμούσα από τα χέρια του να σε αποσπάσω στα δικά μου.
ΒΕΡΑ — Δε μιλείς Τάσσο; Δε με καταλαβαίνεις ακόμα; ΦΛΕΡΗΣ — Αλλοίμονο. Τα λόγια σου, Βέρα, στέκονται στα δικά μου τα χείλια. Εγώ είμαι το γερασμένο, το αρρωστημένο σώμα, εγώ είμαι η πληγωμένη ψυχή, εγώ είμαι η κουρασμένη σκέψη. Εγώ είμαι ο ανάξιος θύτης. Α! τι φως, τι φως έρριξες μέσα μου, Βέρα! Τι ερείπια, τι ερείπια μου φανέρωσες! Τετέλεσται! Αλλοίμονο, Βέρα!
Μια υποθήκη να σου βάλη στο σπίτι σου, στο αμπέλι, στο χωράφι και να σηκώσης όσα πρέπει. Σαν ευκολυθής, πάλε με το κολάι δικά σου είνε. Τα παίρνεις πίσω. Πού να τα πάρης! Τα διάφορα φάγανε και σπίτια και αμπέλια. Αχ! κύριε έφορα, όλο το νησί στα χέρια του βρίσκεται· όλο μας το βιος στα κατώγια του μαζεύτηκε. Να μπης, λένε, στο κατώγι του Τρακοσάρη και να σου καή η καρδιά σου.
Πάντα κάνω γούστο με την ανόητη ματαιοδοξία εκείνων των συγγραφέων και καλλιτεχνών της εποχής μας, που φαντάζονται ότι η πρώτη δουλειά του κριτικού είναι να φλυαρήση για τα δικά τους κατωτέρας ποιότητος έργα.
Τα κλειδιά ήτανε διάφορα, μικρά και μεγάλα και άρχησε να τα διαλέγη και σε καθένα να χαράζη, μ' ένα σουγιά, κάτι σημάδια δικά του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν