Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 19 Ιουνίου 2025
Και αν χαρίσουν κι' εις σας προνόμια με τα 'δικά μας καθ' όλα όμοια, κι' εξ ίσου νέμεσθε μαζί μ' εμάς και ταξιώματα και τας τιμάς Κι' αν η κυρία Παρέν εκδώση εφημερίδων σοφών σωρείας, κι' αν επιμείνη και αν ιδρώση σοφάς να κάμη και τας κυρίας. Πάντα τα χείλη σας θα σαλιαρίζουν για τον ποδόγυρο τον τρισμακάριο, για ποιαις παντρεύονται, για ποιαις χωρίζουν, για ποιαις εχόρεψαν με Σεκρετάριο.
Έβαψε τα κόκκινα αυγά την μεγάλην Πέμπτην, εκατόν τριάκοντα περίπου, εζύμωσε δε το μέγα Σάββατον τας αυγοκουλούρας και δύο μεγάλα πρόσφορα, αναγγείλασα εις τον Παπά-Χρήστον νάχη τον νουν του, να προσκομίση από τα δικά της πρόσφορα.
Και αν δεν ήσαν δικά του δεν έπρεπε όμως να ήνε και κανενός άλλου. Ημπορούσε να πετάξη και τη ζωή ακόμη αν του υποστήριζες πως έχουν ζωή και μυριάδες άλλοι άνθρωποι. Μοναδικός στο είδος του, μοναδικός στην τέχνη του. Απελπισία μ' έπιασε. Επέταξεν η όρεξι για τη δουλειά, επέταξαν και τα όνειρα. Ο αιθεροπλανημένος αετός έχασε τα φτερά του κ' έμεινε χεροδούλης και ψωμοζήτης στη γη.
Επήρε ωστόσο κ' έφερνε το τόξ' ο χοιροτρόφος, κ' ευθύς του σήκωσαν βοή 'ς το δώμ' όλ' οι μνηστήρες, 360 και κάποιος τότ' εφώναξε των αποτόλμων νέων· «Αζήλευτε χοιροβοσκέ, το τόξο πού θα φέρης, χαμένε; γλήγορα, θαρρώ, 'ς ταις έρμαις χοιρομάνδραις οι γοργοί σκύλοι, θρέμματα δικά σου, θα σε φάγουν, αν μας βοηθήσ' ο Απόλλωνας και όλ' οι θεοί του Ολύμπου». 365 Είπαν και απ' την βοή πολλών ετρώμαξεν εκείνος. χάμαι το τόξον έθεσεν αλλ' από τ' άλλο μέρος του φώναξε ο Τηλέμαχος· «Πατέρα, εμπρός το τόξο φέρε, και δεν θα ωφεληθής αν 'ς όλους υπακούσης, μήπως, αν και νεώτερος, σε διώξω με λιθάρια, 370 εις τον αγρόν ότ' είμ' εγώ 'ς τα χέρι' ανώτερός σου. να 'μουν, αχ! τόσο ανώτερος, εις των χεριών την ρώμη, όλων αυτών, οπ' είν' εδώ 'ς τα δώματα μνηστήρες, με φρικτόν τρόπο θα 'καμνα το σπίτι μου ν' αφήσουν ευθύς αυτοί 'που το κακό 'ς τον νου τους οργανίζουν». 375
Η καθεμία ήθελε ν' ακούση «τα δικά της τα ονόματα», και να τ' αναγνωρίση, καθώς απηγγέλλοντο αραδιαστά. Άλλως θα είχαν παράπονα κατά του παππά, κι' ο παππάς αν ήθελε να φάγη κι' άλλοτε, εις το μέλλον, προσφορές, ώφειλε να τα έχη καλά με της ενορίτισσαις.
Άρχισε το κακό στα βορεινά της Αφρικής, και πήρε δυο δρόμους· τον έναν κατά τη Συρία, Ασία και δικά μας μέρη, τον άλλονα κατά τη Δυτική Ευρώπη.
Θέλω με το χέρι το δικό μου το μετάξι της ζωής σου εγώ να κλώθω. Για μήνες μέσα στα σωθικά μου ένα κομμάτι από τον εαυτό σου, ζωντανεμένο να βαρύνη τα σπλάγχνα τα δικά μου θέλω, και να μου ρουφάη το αίμα διψασμένο. Σαν σύννεφο, που καταιγίδα το κυνηγάει, γιομάτος από ζόφο κι' από σκότος, σταματάει ο κάθε λόγος σου 'πάνω από την ψυχή μου.
Όλοι θα έχετε ακουστά πως σαράντα θεριστάδες εκοιμήθηκαν τη νύχτα σαν σαρδέλες σ' ένα στενόν αχυρώνα και την αυγή δεν ήξευραν πώς να ξεχωρίσουν τα πόδια τους. Ένας ήθελε να πάρη του άλλου κ' εφιλονεικούσαν ολημερίς. Ως που ευρέθηκεν ένας βουκόλος και με το χοντροράβδι του έκαμε καθένα να πάρη τα δικά του και να φύγη. Δεν ήταν και τίποτε αυτό.
Άλλο όμως λόγο θα σου πω, και κάν' τον, σε ξορκίζω· να μη μου βάλουν χωριστά τα κόκκαλα, Αχιλέα, απ' τα δικά σου, μον καθώς ζήσαμε αντάμα οι διο μας, 84 έτσι ένα και τα κόκκαλα κιβούρι ας μας σκεπάσει.» 91
Εφοβούμουν μη με συχαθή και η γυναίκα μου. Αυτή όμως δεν εσυλλογίζουνταν τώρα άλλο, παρά ψωμί για τα παιδιά της και μ' εβίαζε να δεχθώ. Τον πρώτο καιρό υπόφερα πολύ. Σκάπτοντας τη μαύρη εκείνη γη του νεκροταφείου, τη γεμάτη κόκκαλα και σάπια σανίδια, δεν μπορούσα να μη θυμηθώ το κόκκινο χώμα του βουνού μου, που μύριζε θυμάρι, τες ρωδιές, το κοτέτσι, τα γουρούνια και τ' άλλα πού ήτανε όλα δικά μου.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν