Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Μπα, δεν έχεις δίκηο η ωμορφιά φαίνεται δέκα μίλια μακρυά είπεν ο Μάιος, ξανθός και μελαχρινός νεανίας, ειδήμων πολύ περί τα τοιαύτα. — Α! 'βρήκες και Μάρτη να κυττάξη ωμορφιά! επανέλαβεν ο Νοέμβριος· μωρέ ξέρεις τι Γαλαξειδιώτης είνε; κερί ανάβειτον παρά. . . δε λέω όχι· κάποτε-κάποτε γυρίζει καιτην ώμορφη, αλλά πάντα την πλούσια κυττάζει κι' ας είνε άσχημη.

Η Χαλιμά, αντί να αποκριθή της αδελφής της, γυρίζει προς τον βασιλέα και του λέγει· παρακαλώ την βασιλείαν σου, αν ορίζη να μου χαρίση ταύτην την παρηγορίαν, διά να ευχαριστήσω την αδελφήν μου. Λέγει ο βασιλεύς· ας γίνη το θέλημά σου· και αφού συνωμίλησεν ερωτικά με τον βασιλέα, λέγει του βασιλέως και της αδελφής της· άκουσε, αγαπημένη μου Μεδινά· και ήρχισεν κατά τον ακόλουθον τρόπον.

Σα φτάσανε στο παλάτι, ο νέος ο βασιλιάς ανιστόρησε στο γέρο τον πατέρα του τα βάσανα του πολέμου. Κι' ο γέρος, που τάκουγε δακρύζοντας, ανιστόρησε κι' αυτός τα βάσανα της χώρας, τις συφορές της μοίρας, το χαμό τον άδικο της βασίλισσας και τις λαχτάρες τις δικές του. — Ένας πόλεμος κ' η ζωή στον κάμπο και στο σπίτι. Κι' άλλος γυρίζει νικητής κι' άλλος νικημένος.

Μ' είπαν μαθές στην ώρα μου παλικαρά κι' εμένα. 645 Μα σύρε και το βλάμη σου με τους αγώνες τίμα, κι' αφτό με την καρδιά μου εγώ το δέχουμαι, και τόχω καμάρι μου που δεν ξεχνάς ποτές το τι μ' αξίζει. 648 Για όλα αφτά έτσι ότι ποθείς ας σ' το χαρίζει ο Δίας650 Είπε, και του Πηλέα ο γιος μες στο πυκνό τ' ασκέρι γυρίζει, όταν ο γέρος πια απόειπε τα παλιά του.

Απεκρίθη η βασιλοπούλα· και πώς θέλεις να θανατώσω ένα που δεν γνωρίζω, και αθώον; Λέγει της έπειτα· τούτο λοιπόν σε δείχνει πταίστριαν· ύστερα γυρίζει προς με· αλλά συ γνωρίζεις αυτήν; Εγώ του απεκρίθην· και πώς να την γνωρίσω, ενώ τώρα μόνον την βλέπω; λοιπόν λάβε αυτό το σπαθί και θανάτωσέ την, εάν δεν την γνωρίζης, και έτσι θέλω σε ελευθερώσει, μου είπε.

Οι άνθρωποι της Κορνουάλλης ακόμη ονομάζουν αυτήν την πέτρα «Πήδημα του Τριστάνου». Μπρος στην εκκλησιά, οι άλλοι όλο τον περίμεναν. Άδικα όμως, — γιατί τώρα πεια τον πήρε ο Θεός στη φύλαξί του. Φεύγει... Ο αλαφρός άμμος βουλιάζει στα πόδια του. Πέφτει χάμω, γυρίζει πίσω, βλέπει μακρυά τη φωτιά. Τριζομανάνε η φλόγες και ψηλά ανεβαίνει ο μαύρος καπνός. Κι' ο Τριστάνος φεύγει..

ΟΡΑΤΙΟΣ Ναι, κ' εταράχθη ωσάν κριματισμένο πλάσματο μήνυμα της καταδίκης· λέγουν ότι ο πετεινός, που σαλπιστής της αυγής είναι, τον θεόν της ημέρας εξυπνά μ' εκείνον τον λάρυγγα, 'πού τόσον σέρνει ψιλόν ήχον, καιτην κραυγήν του κάθε πνεύμα, όπου και αν ήναι, 'ς το πέλαγο ή 'ς το πυρ, 'ς την γην ή 'ς τον αέρα, άστατο ενώ πλανάται, βιαστικά γυρίζειτα σύνορά του , και του λόγου μαρτυρίαν ελάβαμεν εμείς εις ό,τι τώρα εφάνη.

Αναρωτήθηκαν, κουβέντιασαν, καθίσανε στο φαεί, άρχισε ύστερα το κρασί, κι από τη μια ομιλία στην άλλη βγήκε στη μέση κ' η ακόλουθη ιστορία. — Οχτώ χρόνια, γυρίζει και λέει ο κυρ Αλεξαντράκης του Μυλόρδουκαι με τέτοια πίκρα που πρώτη φορά καλοκοίταξε ο Άγγλος την πονοδαρμένη του όψηοχτώ χρόνια, και πότε μας φαίνουνται οχτώ μήνες πότε ζωή αλάκερη.

Όταν μπήκε μέσα στο φρούριο, παίζοντας με το ρόπαλό του, βαλέδες και ιπποκόμοι μαζεύτηκαν στο πέρασμά του, και τον κυνηγούσαν σαν λύκο από δω κι' από κει. «Κυττάχτε τον τρελλό, χου, χου, χουΤου ρίχνουν πέτρες, τον χτυπούν με τα ραβδιά. Αλλά τους ξεφεύγει με τρόπο: αν του επιτίθενται, από τ' αριστερά, γυρίζει και χτυπάει δεξιά.

Ο Έφις την άφηνε να τον ψαχουλεύει και χαιρόταν τη χάρη της. Η γριά όμως με ανέκφραστο το πρόσωπο και τα μάτια γυάλινα είπε με γλύκα: «Ο μακαρίτης ντον Τζάμε γυρίζει πίσω

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν