Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Ιουνίου 2025


Μετά ταύτα ο ιατρός Αντίγονος είπε• Και εγώ, Ευκράτη, έχω ένα χάλκινον Ιπποκράτην ενός περίπου πήχεως κατά το μέγεθος, όστις άμα σβύση το φως, γυρίζει εις όλο το σπήτι, θορυβεί, ανατρέπει τα δοχεία και ανακατεύει τα φάρμακα, ανοίγει την θύραν, μάλιστα δε όταν παραλείπωμεν την θυσίαν την οποίαν του προσφέρομεν κατ' έτος.

Θειαφοκέρι ο Δημήτρης σαν το πρωτάκουσε! Αμέσως, και δίχως μήτε στιγμή συλλογή, τα κόλλησε κι αυτουνού ο νους του στο χαλασμένον εκείνον τον αρρεβώνα. Δεν ξεστόμισε μήτε λέξη ώρα πολλή, παρά συγκρατούσε κλεισμένα τα τρεμάμενα χείλη του, σα να τούμπηγες σιγανή σουβλιά στα συκώτια του. — Πήγαινε στη δουλειά σου, γυρίζει τέλος και λέει του δούλου προσταχτικά. Ψέμματα είνε.

Όλοι είστε στις χαρές, θεοί· κι' εσύ κρατώντας λύρα, κακό κορμί, πάντα άπιστε, ξεφάντωνες στη μέσηΤότες -γυρίζει κι' απαντάει του Κρόνου ο γιος ο Δίας «Ήρα, μη θες δα τους θεούς και τόσο ν' αποπαίρνεις 65 Όχι, ίσα δε θα τιμηθούν· μα απ' όσους καν κι' η Τροία έχει θνητούς, κάλια οι θεοί τον Έχτορα αγαπούσαν.

Και τι καλό είδαν, ευλογημένη, κι' αυτές που παντρευτήκανε; Πίκρες και βάσανα. Το κάτω-κάτω της γραφής, πού να τον βρούμε το γαμπρό; Να ξύσωμε τον τοίχο να τον φκιάξωμε; Εδώ είνε κοπέλλες σαν το κρύο νερό, που δε γυρίζει κανένας να τις γυρέψη. Οι γαμπροί σήμερα θέλουνε χιλιάδες, πολλές χιλιάδες... — Τάζει ο κόσμος, παπά μου. — Και σαν τάξωμε, πού θα βρούμε ύστερα να τις μετρήσωμε;

Η δε Πηγή εσηκώθη και έχουσα τας χείρας επί των λαγόνων εφαίνετο ότι προσείχεν εις την χύτραν, αλλ' η προσοχή της όλη εστρέφετο προ τον Μανώλην. — Κατέχετε είντα γυρίζει και λέει; εξηκολούθησεν ο Μανώλης. Πώς θα με δέση λέει ... .ανέν πάρω το Πηγιό ... Η Πηγή εκάθησεν εκ νέου και ήρχισε να συδαυλίζη την φωτιάν με πυρετώδη ενεργητικότητα.

Ως και αυτή η αρετή γυρίζειαμαρτίαν εάν στραβά εφαρμοσθή· καθώς κ' η αμαρτία τυχαίνει κ' εξαγνίζεταιτον δρόμον της κ' εκείνη. — Μέσ' τον δροσάτον κάλυκα αυτού εδώ του άνθους είναι κρυμμένον ιατρικόν και κατοικεί φαρμάκι· αν το μυρίσης, η οσμή την αίσθησιν ευφραίνει· αν το γευθής, εις την καρδιάν την αίσθησιν νεκρόνει.

Και την ιδίαν στιγμήν που εμβήκεν εις αυτό γίνεται μία βοή και θόρυβος· και ύστερον από ολίγον γυρίζει η Αροούγια πολλά έντρομη λέγοντάς του Κατή· αφέντη, ημείς είμεθα χαμένοι· ένας σκλάβος μας σε είδε που εμβήκες εις το σπήτι μου, και επήγε και το είπε του ανδρός μου· ο οποίος θέλει να έλθη εδώ να ζητήση ανίσως και είναι αλήθεια· Εγώ επάσχισα με κάθε τρόπον να τον εμποδίσω, μα δεν ημπόρεσα να τον καταπείσω· και ούτως έστειλε και έκραξε τους εδικούς του και έρχονται μαζί διά να σε εύρουν, να σε θανατώσουν σήκω το λοιπόν ογλήγορα και έλα μαζί μου διά να μη μας καταλάβουν.

Κάτι μου εψιθύρισε πειστικά κ' επίσημα, πως το καράβι εκείνο δεν ήταν φίλος όχι· ήταν εχθρός αδιάφορος. Και τόσο εστοίχειωσε η δυσπιστία στην ψυχή μου, που ενώ οι σύντροφοι άφησαν πάλι την τρόμπα, εγώ τίποτα. — Ρε Καληώρα, δεν την παραιτάς πια την έρμη! γυρίζει και μου λέγει ο καπετάνιος· να το πλάκωσε· τι παιδεύεσαι άδικα; — Δεν πειράζει· είπα εγώ.

Να μ’ αποχάση η δύστυχη, χωρίς παιδί να μείνη. Γυρίζει η Μάρω με θυμό κι’ αντιλογιά του δίνει: — Και ποιον να πρωτολυπηθώ και ποιον να προπάρω, Που χίλιοι με γυρέψανε και χίλιοι με γυρεύουν, Κι’ ουδέ κανέναν αγαπώ κι’ ουδέ κανέναν θέλω; — Μόνον εμένα αγάπησε! μόνον εμένα πάρε, Γιατ’ είμαι άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι!

Κείντά νε, μα, ο Ισδραέλης; ηρώτησεν ο Μανώλης, ο οποίος ήρχιζε να τον φαντάζεται κάπως όμοιον με τον Θωμάν. — Ο άγγελος των Τουρκώ, απού παίρνει τσι ψυχές. Για 'δέτε, για 'δέτε πως φεύγει ο ιμάμης τρεχαπετάμενος. Κιουδέ γυρίζει να 'δη οπίσω απού το φόβο του. Ο Μανώλης παρετήρει προς τον τάφον, περιμένων να ίδη τον φοβερόν Ισδραέλην κατερχόμενον.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν