Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025
Επήρε τους δρόμους δεξιά και αριστερά. Μπροστά του θαρρείς, δεν έβλεπε· μόνο το αυτί του, υπερβολικά ευαίσθητο, έπαιρνε, από την κακογλωσιά του δρόμου, μερικά φαρμακόλογα και τα έχυνε στη μαρτυρική ψυχή του μέσα — «Ήφαγε τόσω φτωχώ τον παρά και τώρα γυρίζει». Ήταν και άλλοι που τον επονούσαν, αυτό όμως ο ναύτης δεν το γνώριζε. Ευγήκε στην εξοχή.
Βεζύρη, γυρίζει και λέγει, έπαρέ τους από έμπροσθέν μου, διατί δεν υποφέρω πλέον να τους βλέπω, και κάμε να τους κόψουν τας κεφαλάς και των δύο, και ύστερα τα κορμιά τους να δοθούν εις βρώσιν των σκυλιών.
«Ο Ξένος μες στη Ξενιτειά, σαν το πουλί γυρίζει, «Σαν τον βασιλικόν ανθεί, αλλ' όμως δεν μυρίζει. «Ανάθεμα σε, Ξενιτειά, κι' εσέ και τα καλά σου, «Ούτε τ' άσπρα σου ήθελα, ούτε τα βάσανά σου.
Υψηλότερον των λοιπών καθημένη, εκράτει επί των γονάτων αυτής ύπτιον κόσκινον, εφ' ου κύπτουσαι η Οθωμανίς και η μήτηρ μου, εφαίνοντο προσπαθούσαι να εννοήσωσι κάτι τι, μετά προφανούς εκπλήξεως και απορίας. Μετά μακράν σιωπήν: — Καθώς σε λέγω, είπεν η Αθιγγανίς μετά δογματικής εμφάσεως. Ο φονιάς είναι κοντά σας· γυρίζει τριγύρω σας· μην τον ζητάτε μακρυά.
Τότες γυρίζει κι' απαντάει ο δυνατός Διομήδης «Ναι, στέκω εγώ και καρτεράω· μα μακρινή δε θάναι θαρρώ η αλάφρωση από μας, τι νίκη να μας δώσει δε θέλει ο Δίας τώρα πια, μον να! στους Τρώες θέλει.» Είπε, και χάμου το Θυμπριό τον γκρέμισε οχ τ' αμάξι 320 τρυπώντας τον στ' αριστερό βυζί του· κι' ο Δυσσέας τον παραγιό του κάρφωσε, το θεϊκόνε Μόλιο.
Τότε μία που με μισογνώριζε, και μας είχε ιδεί αρχήτερα με τον άνδρα μου στο δρόμο, κ' είχε καταλάβει πως ο άνδρας μου ήτον άρρωστος, καθώς εσηκώθηκε να φύγη, γυρίζει και μου λέει· — Δεν έρχεσαι κ' ελόγου σου στην Εύρεσι;...Πάρε τον άνδρα σου, κ' ελάτε.
Το κρασί, πόλεγαν πως δεν τόπιναν οι Τούρκοι, άρχισε να τους βαράη στο κεφάλι. Εκεί απάνω γυρίζει το μπεόπουλο και λέγει στο μυλωνά: — Έχεις κανένα κορίτσι γέροντα; Ο μυλωνάς τα χρειάστηκε κι είπε. — Έχω κ' εγώ ένα ορφανό, μπέη μου. — Κ' είνε όμορφη, σαν πως λένε, η Λουλούδω σου γέροντα;
Το επίθετο νόστιμος θα πη κάτι ή κάποιος που γυρίζει σπίτι, που ξανάρχεται στην πατρίδα. Νόστιμον ήμαρ λέει ο Όμηρος· είναι η μέρα που ξαναβλέπει κανείς τους δικούς του. Είναι μια χαρισάμενη μέρα. Ο ξένος που όλο ταξιδέβει, δεν έχει τέτοια τύχη· για τούτο ξένος σημαίνει και δύστυχος . Αχ! ο ξένος! πέθανε και πάει, σας λέει ο λαός.
Απέραντη σιωπή βασίλευε. Μόνο το τετέρισμα κάποιου χελιδονιού έμοιαζε να βγαίνει μέσα από τα ερείπια των τοίχων και ο καλπασμός ενός αλόγου αντήχησε μακριά, όλο κι πιο μακριά. «Είναι ο Τζατσίντο», σκέφτηκε ο Έφις, «πήρε ένα άλογο και γυρίζει εκεί κάτω, θα τα πει όλα στις θείες του και θα τις βασανίζει.» Έστησε αυτί.
Και αφού ο βασιλεύς ετελείωσε την ιστορίαν αυτήν, γυρίζει προς τον Ρουσκάδ, και του λέγει· ω ευγενή ξένε, επειδή διά την τόσην καλωσύνην, που έδειξες προς την αγαπημένην μου γυναίκα, και υπερμάχησες διά την ευτυχίαν που τώρα χαιρόμεθα, τι χάριν από εμένα ζητείς να σου κάμω; πρόσταξε και θέλει σου δοθή ό,τι σου θέλει είναι αρεστόν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν