United States or Austria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν τα λόγια της αγάπης είναι της μάννας, τα πιώτερα τα λόγια του πόνου και της ζωής είναι των πρώτων συντρόφων μας. Ή της μάννας είναι ή των συντρόφων, κάθε χαρά ή λύπη, κάθε λαχτάρα ή απελπισία, κάθε μίσος, κάθε τρόμος ή θυμός που κλονίζει το νου μας, κάθε σταλαματιά που γυρίζει στις φλέβες μας είναι ζυμωμένα με την καταφρονεμένη τη γλώσσα που ντρεπόμαστε να την πούμε δική μας.

Το Γουρούνι απ' όλα τ' άλλα Με σκουξίματα μεγάλα Να χτυπιέται δε σιγάει Και τον κόσμο τρικυμάει· Οχ το βάρος κουρασμένο, Και καταγαναχτησμένο, Το Ζοντόβολο γυρίζει, Και παρόμια τ' ονειδίζει· Άτζαλο Γουρούνι, αλήθεια, Τι είν' αυτή η κακή συνήθεια· Μια στιμή να μη τζωπαίνης, Και τ' αυτιά μας ξεκουφαίνεις.

Τότε ο λεβέντης Έχτορας γυρίζει και του κάνει 520 «Πάρη, κακό δε θα σου πει κανείς με δίκια γνώμη, να θε σε δει στον πόλεμο, γιατί είσαι παλικάρι. Μα αφίνεις μόνος και δε θες.

Κανένα άλλο μνήμα δεν είναι τόσο ωραίο, τόσο περιποιημένο, τόσο πλούσια στολισμένο ίσια ίσια τώρα που ο χινοπωριάτικος άνεμος συνταράζει τα δέντρα. Γελά τότε από χαρά και ξαναμιλεί σιγά και γκαρδικά σε κάποιον, που δεν τονέ βλέπει κανείς. Έπειτα πηγαίνει στο αμάξι, που περιμένει στην πύλη του νεκροταφείου, και γυρίζει μ' αυτό στο σπίτι.

Σε μια δυο μέρες θα πάη ο ξάδερφός σου ο Βασίλης του παπά για να κυνηγήση. Τούπα να πάτε μαζή και τάκουσε με πολλή του χαρά. Θα σου βρη, λέει, κέναν τσιφτέ να σε μάθη να κυνηγάς. Κιο Βασίλης, ως θάκουσες, έχει γενεί καλός κυνηγός. Ποτέ δε γυρίζει χωρίς λαγό. Η ιδέα της μητέρας μου μενθουσίασε. Το τουφέκι και το κυνήγι ήσαν από τους μεγάλους μου πόθους. — Θες να πας; με ρώτησε η μητέρα μου.

Φωνάζουν, σκούζουν ξέμακρα, το φυλαχτό να ρίξη, Κάποτε με γλυκόλογα, κάποτε με φοβέραις. Φωνάζει η Κάλλω, η ώμορφη, φωνάζει κ' η κλεμμένη, Φωνάζει με παράπονο, με κλάμμα και με αγάπη. Του κάκου· εκείνος τώξερε, τώμαθε από γρηούλαις. Που αν έπεφτετα χέρια τους θάχανε τη ζωή του, Κι' ούτε γυρίζει να ταις 'δή, ούτε και κοντοστέκει, Μόν' ροβολάει μονανεπνιάς και χάνεται στα πεύκα. Πέρασε η νύχτα.

Τότε γυρίζει ο γέρο-Σκοινάς, και λέει στους τρεις ή τέσσερες νομάτους οπού είχε για να του ξανοίξουν το χωράφι: «Επειδής ξημερώνει Κυριακή αύριο, παιδιά, ας σκολάσουμε νωρίτερα, δεν πειράζει.

Δίχως άλλο να φροντίζη Και να πολυπραγμονάη, Στα ποντίκια του γυρίζει, Τον καθρέφτη απαρατάει· Πια μου, λέγει, χρεία εμένα, Τέτια κι' άλλα να γυρεύω; Δίχως διάφορο κανένα Το μιαλό μου να παιδεύω ; Ό,τι ο νους να νοήση, Σα μου λείπει κάθε πρόπος, Δεν μπορεί να μ' ωφελήση, Και χαμένος είναι ο κόπος. Σε τρανταφυλλιάς κλωνάρι Ελαλούσε έν' Αηδωνάκι, Ερωτιάρικο πουλάκι, Με φωνή πολλή και χάρι.