Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 1 Μαΐου 2025


Και μου είναι ωσάν απάνω μου τους κλώνους νάχης ρίξει, όπως μια μέρα θ' απλωθής σε αξύπνητη σιγή, όταν στα μάτια τα κλειστά λευκό μπροστά θ' ανοίξη το φως της η ασυννέφιαστη που θα χαράξη αυγή Με ορμή χύνεται ο άνεμος στις λεύκες και βουίζει κι είναι η βοή σα θάλασσας που άγρια στο βράχο σπα, κι η κορυφή ως λυγά λευκή και πράσινη ως γυρίζει, κύμα θαρρείς που ανάερα τον άυλο αφρό σκορπά.

Αν όμως εσκληρύνετο και δεν ήθελε να τη ανοίξη, τότε η γραία από των ικεσιών μετέβαινεν εις τας επιπλήξεις και παραινέσεις. — Τόσον σκληραίς και αδιάκριταις είσθε! Μη το παίρνετε απάνω σας. Ο κόσμος είνε σφαίρα και γυρίζει. Κ' εγώ είδα χρόνια, κ' εγώ είδα ευτυχίαις. Μην είσθε παράξεναις. Θα το μετανοήσετε. Και σεις θα γεράσετε. Εις αυτόν τον κόσμον είδαμεν δα πολλά.

Εις το μεταξύ ο Ορέστης τρέχων μέσα εις την πόλιν εψιθύριζε εις το αυτί του καθενός λόγια εχθρικά εναντίον μας «Βλέπετε αυτόν που γυρίζει τα ιερά του θεού, τα γεμάτα χρυσάφι και θησαυρούς; Είναι δευτέρα φορά που έρχεται, με τον ίδιον σκοπόν που ήλθε και άλλοτε εδώ, να κλέψη δηλαδή τον ναόν του θεού». Η κακή φήμη πλέον εσκορπίζετο εις όλην την πόλιν, οι άρχοντες εμαζεύοντο διά να αποφασίσουν και προ πάντων εκείνοι, που έχουν την φροντίδα να φυλάττουν τα χρήματα του θεού, και φρουράν έβαλαν εις τα περιστύλια.

Ο ύπνος θα σου δώση δύναμη. — Έχε την ευκή μου, κόρη μου· εψιθύρισε η κυρά Πανώρια. Η Ελπίδα ίσαξε καλά το σκέπασμα, πήρε το κέντημά της και βγήκε τραβώντας πίσω της την πόρτα. — Πού είνε ο Δημητράκης ; ρώτησε το γέρο Μαλαματένιο. — Όξω γυρίζει. Πηδάει και χορεύει σα μικρό παιδί. Αλήθεια ο Δημητράκης ήταν διαφορετικά από τη μάννα του· ούτε θλίψη ένοιωθε ούτε κούραση.

Όχι, παπά μου, ούτε κουμπάραις, ούτε βαπτιστικαίς. Αλλά έτσι γυρίζει εις της φάμπρικαις, ένας παρολογιασμένος. Εκεί τρώει, εκεί κοιμάται. Μαζί με τα βαρέλια και με κάτι άλλους ομοίους του, εκεί εις τα Καράκιοϊ και το Μπαλούκ- παζάρ, εις την βρώμα και δυσωδία. Και μετά μικρόν εξηκολούθησε: Δεν είμαστε κι' ημείς μια φορά νέοι, παπά-Νικόλα; Μα είχαμε και ψίχα φιλότιμο επάνω μας.

ΘΑΝΑΤΟΣ Μα τότε πώς ακόμη ζη και πώς στη γη γυρίζει και όχι κάτω από τη γη στου Άδου τα παλάτια; ΑΠΟΛΛΩΝ Σούδωκε την γυναίκα του, που πας να πάρης τώρα. ΘΑΝΑΤΟΣ Ω, θα την πάρω βέβαια, και θα την πάω κάτω. ΑΠΟΛΛΩΝ Πάρ' την λοιπόν και πήγαινε. Δεν ξέρω αν θα σε πείσω. ΘΑΝΑΤΟΣ Τι να με πείσης: Αν αυτήν θα πάρω; είν' η δουλειά μου. ΑΠΟΛΛΩΝ Όχι. Αλλά αν ήθελες για λίγο ν' αναβάλης.

Ακούς τι μας ρωτάει η αφεντιά του; γυρίζει και της λέει· α σ' άκουσε, λέει, η Καλλίτσα τότες που της φώναξες από το παράθυρο. — Βέβαια πως μ' άκουσε, απολογιέται ολόθαρρα η κερά και με μάτια που έλπιζαν πάντα. Την άκουσε τη φωνή μου κ' η Καλλίτσα, την άκουσε κι ο Θεός. Και το λέω και το ξαναλέω πως η φωνή εκείνη που από τα φυλλοκάρδια μου τότες βγήκε, θα μου την φέρη την ακριβή μου μια μέρα.

Κι' ομπρός ομπρός διο στέκουνταν μ' τ' άρματά τους άντρες, ο δοξασμένος Πάτροκλος κι ο άξιος Αφτομέδος, διο μ' έναν πόθο, ολόμπροστα να θανατώνουν Τρώες. 220 Ωστόσο του Πηλέα ο γιος γυρίζει στην καλύβα κι' ανοίγει εκεί το σκέπασμα κουτιού πλουμουδισμένου, που η αργυρόποδη θεά του τόχε βάλει, η Θέτη, να πάρει μες στο πλοίο του, καλά στοιβάζοντάς το με φλοκοπέφκια, ρουχικά, κι' ανεμοκόφτρες κάπες.

Η μια αδελφή μου, ο ένας ο θειος μου, η γυναίκα μου, κι' ο πατέρας μου, δε βρίσκονται πλειο στο δεφτέρι των ζωντανών, αλλ' είχαν ταξειδέψει για τ' ανεγύριστο ταξείδι του Κάτω-Κόσμου, απ' όπου ούτε γυρίζει κανείς ποτέ, ούτε γράμματα ή χαιρετίσματα έρχονται!

Δε βάσταξα: «Να όψεσαι, του λέω, πούχασα το παιδί μουΓυρίζει και μου λέει μέσα στον κόσμο: «Εγώ να όψωμαι για σεις που κάνετε τα προκομμένα τα παιδιά; Σαν κάνη ο γυιός σου παραλυσίες και μπεκριλίκια, τι σου φταίω εγώΆνοιξε η γη να με καταπιή. Με πήρε το παράπονο κι' άρχισα τα κλάματα καταμεσής στο παζάρι. «Με τα κλάματα δε βγαίνει τίποτε, γυρίζει πάλε και μου λέει.

Λέξη Της Ημέρας

βασιλικώτερα

Άλλοι Ψάχνουν