Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 30 Απριλίου 2025
— Έλα δα που δε σε γνοιάζει ... Και συ απάντρευτος είσαι και το Πηγιό είνε καλή κιώμορφη νύφη. Για δε τηνε· όλα του Μάη τα ρόδα ανθούνε στα μάγουλά τση. Και γυναίκα σωστή, φεργάδα! Ο Τερερές δεν ηδυνήθη να πνίξη ένα στεναγμόν. — Μα λες, αλήθεια, κιαυτή τα θέλει ή ανεμπαίζει τονε; είπε μετά τινας στιγμάς. — Μα δεν έχεις μάτια να θωρής; Κύριε ελέησο! — Κείντα του ρέχτηκε του βουϊδαρά;
Και το Βαγγελιό: — Να, είπε, εδά' σαι άντρας! Κείντα γλυκιά που φιλείς, κανακάρη μου! Με κύταξε καλά καλά, για να δη, φαίνεται, τη μεταβολή πούχα πάρει από την ηλικία, κατά το διάστημα πούλειπα. Και μουρμούρισε, σα να μονολογούσε: — Όλο και μεγαλόνει. Έπειτα ευθύς μούπε: — Οψές, όνταν ήμαθα πως ήρθες, ανήμενα να φανής, αν και κάτεχα πως δε θαρχόσου...γιατί δε θα σαφήνανε ναρθής.
Κείντα θα κάμης πάλι στον Άη Θωμά; είπε το Βαγγελιό· και φάνηκε πως δεν της άρεσε αυτό το ταξίδι, γιατί καταλάβαινε το σχέδιο της μάνας μου. Μα πάλι δεν είπε τίποτε για τη μάνα μου. — Αν ήτονε, της είπα, να πάω μόνο στον Άη Θωμά, δε θα πήαινα. Μόνο θα πάω και στην Καλυβιανή, να βρεθώ 'κειά τση Παναγίας να την παρακαλέσω για την υγειά σου. Εκινήθη να μαγκαλιάση, αλλ' ευθύς τραβήχτηκε.
— Θαρρώ πως εμέθυσες και θωρείς άλλα των άλλων, είπεν ο Τερερές, προσποιούμενος αδιαφορίαν. — Εκείνο που σου λέω. Για ξάνοιγέ τσοι και θα δης πώς παίζουνε τα μάτια των σαν άστρα ... Να, είδες τηνε πώς του 'χαμογέλασε; Ο Τερερές από κίτρινος έγεινε πράσινος. — Αι! κείντα με γνοιάζει μένα σόλο το ύστερο; είπεν. Αδερφή μου δεν είνε.
Κείντα γενήκαν αυτά τα γράμματα; Εμένα δε μου φέρανε κιανένα. Μην πα κη μάνα σου... — Ήγραφά τα, μα δεν τάπεμπα. — Γιατί δεν κατέω να τα διαβάσω; — Εφοβούμουνα να μην πέσουν σε ξένα χέρια και τανοίξουνε. Το Βαγγελιό σκέφθηκε. — Κρίμας, είπε, να μη μου τα πέψης! Θα μου κάνανε μεγάλο καλό. Ίσως και να μην αρρώσταινα. — Ήμαθα πως ήσουν αρρωσταρά. — Είμαι, παιδί μ', ακόμη. Δεν το θωρείς;
Θα φορώ σαρίκι και θα πω στο χωριό πως από σήμερο και πέρα είμαι τούρκος. Μείνανε συλλογισμένοι κάμποσα λεπτά. Έπειτα η γυναίκα είπε: — Δεν πας να το πης και του παπά; — Κείντα μπορεί να μου κάμη κιο κακορρίζικος ο παπάς; Να βρη το μπελλά του κιαυτός; — Μια βουλή θα σου δώση. Ο Σιφογιάννης πήγε την ίδια βραδιά και ζήτησε γνώμη του παπά.
Καλά, πονηρέ! — Μα είντά 'θελες; να μη μανίσω ύστερ' από τα όσα μούπ' αδερφός σου; ανεφώνησεν ο Μανώλης με αιφνιδίαν έξαψιν. — Όι, εγώ δεν είπα πως δεν είχες δίκιο. Μα το φταίξιμό 'τονε ταδερφού μου, δεν ήτονε δικό μου· κείντα μπορώ να 'πω 'γώ πούν' αδερφός μου; — Κ' εγώ είντα θες να κάνω σα μου λέει να μη ξαναρθώ στο σπίτι σας και να μη σου ξαναμιλήσω;
— Εγώ δε φοβούμαι μπλειο πράμμα και κιανένα. Απής μεσίμωσ' ο Χάρος, θαρρώ σα να μην είμαι μπλειο σε τούτο τον κόσμο και δε λογαριάζω είντα λένε κείντα κάνουν οι γιαθρώποι, γη κακό, γη καλό λένε. Σήμερο μπορώ να βγω στο ψηλότερο δώμα και να φωνιάξω στο χωριό τη ντροπή μου και την κουζουλάδα μου, γιατ' αφορμές δεν έχω να ντρέπωμαι. Έχω μιαν αγάπη, που δε μου ταιριάζει.
Βαστά κερί και φέγγει του, ποτήρι και κερνά τον· Κι' όσα ποτήρια τον κερνά τόσα λόγια του λέει· «Μισεύγεις, Κωνσταντίνε μου, κείντα μου παραγγέρνεις ... » Και έκαστον ημίστιχον επαναλαμβάνετο υπό ολοκλήρου του χορού.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν