Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 14 Ιουνίου 2025
Και δεν εστάθη κανένας τόπος ή χώρα, ή βουνόν που να μη την γυρέψουν εις διάστημα οκτώ ημερών μα έχασαν άκαιρα τους κόπους τους. Τέλος πάντων μη ηξεύροντας πλέον πού να την ζητήσουν, ο γέρων με πολλά λόγια γλυκά και παρηγορητικά επαρακινούσε την Κατηγιέ διά να την φέρη εις τον τόπον του και σταθή με αυτόν, με το να μην ήτον πρέπον να σταθή πλέον εις την καλύβαν μοναχή της.
Και του ήρχετο ηρέμα και γλυκά εις την ανάμνησιν η ωραία παπαδοπούλα, η οποία ζώσα επεριποιείτο το εξωκκλήσιον. Και παραδόξως ήρχισε να μη αισθάνεται πλέον την παλαιάν θλίψιν. Ο πόνος εις την καρδίαν του εγένετο γλυκύς και τα δάκρυα οπού εσχηματίζοντο εις τα μάτια του δεν ήσαν θολά πλέον, αλλά στιλπνά και λαμπρά ως αδάμαντες, εκείνα που ονομάζουν οι ασκηταί χαρμολύπης δάκρυα.
Μια κοπέλλα αγκαλιασμένη μ' ένα παλικάρι το κύτταζε γλυκά στα μάτια και τα χείλια τους στέκανε κλειστά σαν μπουμπούκια τριανταφυλλιάς. Και τα βουβά χείλια μοιάζανε σα να μιλούσανε λόγια της αγάπης. Μέσα στα νερά της λίμνης περνούσε ένα μονόξυλο. Τα κουπιά του σχίζανε το γαλάζιο νερό. Και το νερό δεν είχε φλοίσβο κανένα, μόνο ροφούσε το φως με βουβή λαχτάρα.
Σε θωρώ: στο γαλάζιο αιθέρα απλώνεις ατάραχα τα πράσινα κλαδιά, απ την κορφή ως το χώμα που ριζώνεις βαθιά του ηλιού βυζαίνεις τη χαρά. Τετράψηλο, πλατύ, βαθυσκιωμένο στου ποταμού την άκρη, σοβαρό, από την πιο ελαφρή πνοή αγγισμένο ψιθυρίζεις γλυκά σαν το νερό.
Πύργος διπλοθεμέλιωτος και μαρμαροχτισμένος. Χτυπάει τ' αλόγου τα πλευρά να κατεβή 'ςτόν κάμπο, Γλυκά ροδίζ' η ανατολή. 'Σ ολίγο δίνει ο ήλιος. Λαμποκοπάν η αχτίδες του 'ςτά χιόνια τα στρωμένα, Λαμποκοπάν τα ρέμματα, λαμποκοπάει ο πύργος, Κ' ένας βαθύς αντίλαλος, οπού ξυπνάει την πλάση, Από τον πύργο τον ψηλό γλυκό τραγούδι φέρνει.
Ήτανε καιρός τώρα που τα πουλιά είχανε πάρει για το βασιλόπουλο ανθρωπινή λαλίτσα και του μιλούσανε λόγια γλυκά και μπιστεμένα. Καθώς περνούσε ο κυνηγός μέσα στα σύθαμπα του λόγγου, γυρεύοντας — κάτι γυρεύοντας με τα μάτια ολόγυρα — , ένας πετροκότσυφας, πούχε χωθή μέσα στα κλαριά, φεύγοντας την άψη του ήλιου, του σφύριξε στ' αυτί — Πάρε την πλαγιά του βουνού και κατέβα στη ρεματιά.
Στες κακοτοπιές πούταν στενός ο δρόμος, σωστό μονοπάτι, εγώ πήγαινα πίσω πίσω, στερνός απ' όλους, κ' είχα τη δασκάλα μπροστά και τον αγωγιάτη από κοντά. Όπου βγαίναμε σε σιάδι, τύχαινε κάποτε να πάω ζυγά ζυγά μ' αυτήν. Έστρεφε τότες αυτή κατ' εμένα, μ' εκύτταζε συμπαθητικά και μου χαμογελούσε γλυκά γλυκά.
Ο λόφος της Καστέλλας ακόμα φεγγοβολούσε κατακίτρινος σα θειάφι. Μα τα σπίτια της Καλλιθέας κι ο ελαιώνας, πιο πίσω, και στο βάθος πέρα το κόκκινο βουνό του Δαφνιού, το θαμνωμένο σαν από δασειά ορμή εφηβική, παίρνανε τώρα μια γλύκα τριανταφυλλένια. Η θάλασσα του Φαλήρου και της Αίγινας ήτονε βαθιά μαβιά, σα νάχε μεστώσει ο πόθος της.
Μα τώρα μ' έπεισε η Λενιό με τα γλυκά της λόγια να βγω στον πόλεμο· θαρρώ καλύτερα κι' ατός μου έτσι να γίνει... σ' ένανε δε μένει πάντα η νίκη. Μον έλα στάσου, τ' άρματα τώρ ως να βάλω· ή σύρε, 340 κ' έρχουμαι εγώ κατόπι σου. Θαρρώ θα σε προφτάσω.» Είπε, κι' αφτός απάντηση δε γύρισε να δώκει.
Και καθώς ο θαυματοποιός άρχιζε μια νέα μελωδία, ο Τριστάνος του μίλησε ως εξής: «Πατριώτη, πολύ ωραίο είναι το τραγούδι. Γλυκός ο σκοπός του, και γλυκά τα λόγια. Τώκαναν τον παληό καιρό οι αρχαίοι Βρεττανοί για να υμνήσουν τον έρωτα της Γρηλέντας. Πατριώτη, η φωνή σου είναι ωραία, τραγούδησε το καλά με την άρπα».
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν