United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα κάθε στιγμή στον νου μου ερχόταν λυχνοσβύστης ο ίδιος συλλογισμός: — Αν άκουα του πατέρα μου τα λόγια, τάχα δεν θα ήμουν σήμερα ο άντρας της Μαριώς; Κ' έκοβα βόλτες κάτω από το σπίτι της. Έπιανα κάθε κοντόβραδο τον δρόμο που θα επήγαινε στο πηγάδι για νερό να της πάρω μια ματιά. Τι τα θέλεις, τι τα γυρεύεις; Την αγάπησα τη Μαριώ.

Έπειτα άρχισε να φέρνη βόλτες τριγύρω του, να θέλη μια να πλησιάση και πάλι να πισοδρομή αναποφάσιστο. Ο δικός μας σκυφτός στα νύχια με το σταλίκι στον άμμο ακολουθούσε τα κλωθογυρίσματά του, εγύριζε σαν ξόανο στη θέσι του, απάνω στο μελάτι κ' εκύταζε τον εχθρό του κατάματα. Από απάνω του ετσιμπούσαν το σχοινί κάθε λίγο. — Έλα! τι κάνεις τόσην ώρα; καιρός να βγης· έτοιμος!

Απ' εναντίας, όταν με όλη μας την αδυναμία και ταλαιπωρία εργαζώμεθα διηνεκώς προς ένα ωρισμένον σκοπόν, ευρίσκομεν συχνά ότι ημείς με τις βόλτες προχωρούμεν καλύτερα, παρά άλλοι με τα πανιά και τα κουπιά τους . . . Τέλος νοιώθουμε μέσα μας με αληθινό αίσθημα την αξία του εαυτού μας, όταν περιπατούμε ίσως με άλλους ή και προτρέχουμε. 28 Νοεμβρίου. Αρχίζω σχεδόν να περνώ εδώ, επάνω κάτω, υποφερτά.

Έλα, μωρή, πιο κοντά, γιατί κ' οι τοίχοι αυτιάζουνται. Ο Στεφανής μωρή είνε, ο Στεφανής, ο Στεφανής! Περμ. Στα όρη, στα βουνά, και στα κλαδιά, και στα ξερά τα δέντρα! Και με ποιάνα! Πιπ. Να! εκεί που στέκουμουν απόψε και θέμιαζ' από το παράθυρο, γυρίζω, και τι να δω εκειδά κατά το περιβόλι της Κερά Δέσπως! Το Στεφανή μας κ' έκοβε βόλτες απέξω!

Σα να μην έννοιωσαν αυτοί τίποτις. Ξαναρχίζει λοιπόν τις βόλτες, παίρνει γύρο το σπίτι να δη και το πίσω το περιβόλι. Στάθηκε κει και τήραγε τον απέραντο κάμπο και τατέλειωτα τα βουνά. Και καθώς τα κοίταζε σαν ονειριασμένος, ακούγει αποπάνω κλάματα και φωνές.

Ψηλά-ψηλά στο κατάρτι ο Καερδέν σηκώνει το άσπρο πανί, για να το γνωρίση από μακρυά ο Τριστάνος από το χρώμα. Ο Καερδέν βλέπει κι' όλα στα βάθη, τη Βρεττάνη .... Αλλοίμονο! σχεδόν αμέσως η κάλμα ακολουθεί την καταιγίδα, η θάλασσα γίνεται γλυκειά και ήσυχη σαν λάδι. Ο άνεμος έπαψε να φουσκώνη τα πανιά, κι' οι ναύτες πηγαίνουν άδικα βόλτες το καράβι δεξιά κι' αριστερά, μπρος και πίσω.

Οι κότες έκαναν βόλτες μέσα εις το δωμάτιον με καμάρι· η μια είχε χάσει την ουρά της· κάποιος ταξειδιώτης, που θα ήτο κυνηγός φαίνεται, την είχε σκοπεύσει και της έκοψε την ουρά· την είχεν εκλάβει ο άνθρωπος για αρπακτικό πουλί. — Ο Ρούντυ θέλει να περιοδεύση επάνω εις το βουνό, είπε η μια κόττα.

Απεναντίας να καθήσης στο σπίτι σου και να βυθιστής στα έργα γιαπωνέζων καλλιτεχνών και έπειτα, όταν θα έχης αφομοιώσει μέσα σου το πνεύμα του ύφους των και συλλάβει τον φανταστικό τρόπο της ενατενίσεώς των, πήγαινε κανέν απόγευμα και κάθου στο Πάρκο ή κάνε βόλτες κάτω στο Piccadilly κι αν δεν έχης εκεί απολύτως γιαπωνέζικες εντυπώσεις, πουθενά δεν θα τις έχης.

Κοντοστάθηκε, έρριξε μια ματιά ολόγυρα και τράβηξε ολόισα κατά το τεζάχι και κάθησε αντίκρυ στον φίλο του. Ούτε «καλησπέρα» ούτε «καλή σου σπέρα».. Αγροικηθήκανε με τα μάτια. — Μονομπράτσο το πήρε! είπε κάποιος από τη γειτονική παρέα. Ύστερα θα πάρη τις βόλτες. — Ας τους να λένε! είπε ο Μπαρμπα-Δημητρός. Ο Σπανός ξαναγέμισε το εκατοστάρι. Οι γέροι κουτσόπιναν. Ούτε μιλιά, ούτε λαλιά.

Τράβηξε τον ανήφορο, γύρισε το σοκάκι, άφησε δεξιά του την εκκλησιά, πήρε το δρόμο ίσια, με τρεκλίσματα και βόλτες. Έφτασε κοντά στην παληά δημαρχία. Δίπλα σε μια μάντρα ήτανε ένα γκρεμισμένο ρημάδι. Χρόνια και χρόνια αποθήκη με σανά. Χτύπησε την πόρτα με τα χέρια του. — Μοσχαδώ· άνοιξε, Μοσχαδώ. Ούτε φωνή, ούτε ακρόασι. Η βραχνιασμένη φωνή αντήχησε άγρια μέσα στο σκοτάδι. Το σοκάκι ήτανε έρημο.