Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 5 Ιουνίου 2025
Αλλ' εξεπλάγην πολύ όταν την είδα φέρουσαν φόρεμα του 18 αιώνος, υποδήματα με υψηλά τακούνια και ένα κάλυμμα της κεφαλής από ταντέλλας των Βρυξελλών πολύ ρυπαρόν και το οποίον υπερβαλλόντως μεγάλο επεμήκυνε κωμικώς την κεφαλήν της. Όταν την είδα το πρώτον έφερε βαρύ πένθος, το οποίον της επήγαινε καλύτερα.
Αχ ακριβέ μου Σαέδ, εφώναζα κάθε στιγμήν, πού είσαι τον καιρόν που σε είχα συντροφιά, και με εσυμβοηθούσες να φέρω το βαρύ φορτίον της εναντίας μου τύχης, και να με ελαφρώνης από τα βάσανα; με απαράτησες, διά ποίαν δυστυχίαν, ή διά ποίαν μαγείαν μου αρπάχθης από το πλευρόν μου, ποία δύναμις από εκείνην των Μώρων πλέον βάρβαρος μας απεχώρισεν; ήθελε μου ήτον πλέον γλυκύ να ήθελα αποθάνει μαζί σου, παρά που να ζήσω μοναχός, και χωρίς την συντροφιά σου.
Και το τραγούδιν έλεγε και το τραγούδι λέγει: « Ήλιε μου και τρισήλιε μου και κοσμογυριστή μου, » Ποιος είνε άξιος κι’ ώμορφος, γερός και παλληκάρι, » Να σπάζη με τα χέρια του τα σίδηρα σα βέργιες, » Με το βαρύ του βάδισμα να ξερριζώνη βράχους, » Να φεύγη σαν την αστραπή, να τρέχη σαν τ’ αγέρι;
Ο Λιάκος διασκελίσας διαφόρους σάκκους εισήλθεν εις το γραφείον και εκάθισεν επί της μόνης εκεί διαθεσίμου καθέκλας, παρά την τράπεζαν του διευθυντού. Ο περί αυτόν αήρ απέπνεε βαρύ άρωμα συμμίκτων αποικιακών ειδών, αντήχει δε η επαναληφθείσα εις την αποθήκην βοή της έριδος, εν μέσω της οποίας διέκρινε τας λέξης «βάρος, σάκκοι, τελωνείον,» συχνάκις επανερχομένας εις την συζήτησιν.
Τα δέντρα, γλαρωμένα γύρω στης ημέρας το βαρύ λιοπύρι, άρχιζαν να δροσολογιώνται τόρα στο βραδινό του βουνού το φύσημα. Τα χλοερά λιοστάσια περίγυρα ξεθύμαναν μια μυρουδάτην αλαφρήν ανάπνια, ένα μεθυστικόν αιθέριο ανασασμό, που θάλεγες κ' η φύση όλη άνοιξε τους πόρους της. Ταποσπερινό αβγουστιάτικο δροσοβολιό εβαλσάμωνε τον αέρα γύρω με ουράνιους αχνούς, μ' αγγελικές εβωδίες.
Είπε, κι' η γλήγορη Ίριδα κινάει ναν το μηνήσει, κι' εκεί στη Σάμο ανάμεσα και πετροβράχα Νίμπρο πηδάει μες στο μαβύ γιαλό — και βούηξε το κύμα — κι' ορμάει στα βαθιά σα βαρύ μολύβι, που χωμένο 80 μες σε μια σκλήθρα κέρατο λιβαδοπλάνου τάβρου πηγαίνει ψάρια λαίμαργα στον πάτο να ρημάξει.
Με πόσην λύπην ήκουεν η Ανθούλα κάθε Κυριακήν το βράδυ το ξημερώνει αύριον Δευτέρα! Αφού έπαιζεν όλο το απόγευμα του Σαββάτου και όλην την Κυριακήν, της ήτο πολύ βαρύ ν' ανοίξη την Δευτέραν το βιβλίον της· διότι πρέπει να σας ειπώ ότι η Ανθούλα δεν αγαπούσε διόλου τα γράμματα. Η ευφυία δεν της έλειπεν, απ' εναντίας ήτο εξυπνοτάτη αλλά δεν ηγάπα να κοπιάζη.
Ο Βαλαωρίτης, ως ήξευρες, έπασχεν από πολλού βαρύ καρδιακόν νόσημα, ούτινος ουδ' αυτόν τον ίδιον διέφευγεν η σπουδαιότης. Από καιρού ήδη δεν κατεκλίνετο πλέον, και μόλις που κατώρθονε να κλείη τα βεβαρημένα του βλέφαρα ανακύπτων επί βραχείας ώρας εις το ανάκλιντρόν του.
Είπε και μες την θάλασσαν, όπ' άφριζ', εβυθίσθη. 425 κ' εγώ 'ς τα πλοία κίνησα, 'που εστέκονταν 'ς τον άμμο, και της καρδιάς μου, ως πήγαινα, τα βάθη εταραζόνταν. και αφού 'ς το πλοίον έφθασα, 'ς την άκρη της θαλάσσης, τον δείπνον ετοιμάσαμε, κ' η άφθαρ' ήλθε νύκτα• 'ς το περιγιάλι επιέσαμε τότε ν' αναπαυθούμε. 430 κ' εφάν' η ροδοδάκτυλη Ηώ του όρθρου κόρη, κ' επήρα της πλατύπορης της θάλασσας την άκρη, προς τους θεούς ευχόμενος θερμά, με τρεις συντρόφους, 'που για κάθε κατόρθωμα πίστιν πολλήν τους είχα. και απ' του πελάγου τους βυθούς εκείνη τότ' εφάνη, 435 κ' έφερε δέρματα φωκών τέσσερα, κ' ήσαν όλα νειόγδαρτα• εσοφίζονταν απάτη του πατρός της. και αφού 'ς τον άμμο αυλάκωσε πλαγιάσματα, εκαθόνταν μένοντας• κ' εμείς φθάσαμε σιμά της• τότε αράδα μας πλάγιασε κ' εσκέπασε με δέρμα ένα καθέναν. 440 καρτέρι θα ήταν κει βαρύ• μας έπνιγε η βαρεία των θαλασσόθρεπτων φωκών οσμή φαρμακωμένη. και ποιος βαστά να κοιμηθή με τέρας του πελάγου; αλλά μας έσωσεν αύτη με ανάσασι μεγάλη• εις τα ρουθούνια καθενός μας έθεσε αμβροσία 445 μυρόβολη, και την οσμήν αφάνισε του κήτους. και όλη την αυγή μείναμε, με υπομονή, μ' αγώνα. και η φώκαις απ' την θάλασσαν ήλθαν μαζή, και αράδα εις τ' ακρογιάλι επλάγιασαν, και από τα βάθη ο γέρος ήλθε καταμεσήμερα, και αυτού ταις φώκαις ηύρε, 450 ταις παχουλαίς, κ' εξέτασε και αρίθμησέ ταις όλαις, κ' εμάς πρώτους λογάριασε 'ς τα κήτη, και ότι δόλος ήταν δεν εδοκήθηκε, και επλάγιασε κ' εκείνος. και με βοή χουμήσαμε και αδράξαμέν τον όλοι σφικτά, και αυτός δεν ξέχασε την δολερή του τέχνη. 455 και πρώτ' απ' όλα εγίνηκε λέοντας καλογένειος, ευθύς κατόπι δράκοντας, και πάρδαλις, και κάπρος• νερό ρεούμεν' έγινε, και δένδρον υψωμένο. τον εκρατούσαμεν εμείς, με υπομονή, μ' αγώνα• και ο γέρος, άμ' απόκαμε 'ς τόσους 'πώχει δόλους, 460 προς εμέ τότ' ωμίλησε, κ' ερώτησέ με• Ποίος θεός, Ατρείδη, σου 'δειξε καρτέρι να μου στήσης, και να με πιάσης στανικώς; ποια έχεις εσύ χρεία;
Ούτος ήτο ο &πουργοτζής&, έργον έχων ν' ανοίγη τρύπαις. Υπερμέγεθες πισσωμένον ζεμπίλιον, κείμενον κάπου, ανάμεσα εις δύο &βουβά&, μεγάλα ξύλα, υπό την πρύμνην, ήτο γεμάτον από τριβέλια διαφόρων μεγεθών, έως τρεις δωδεκάδας, ων το μεν μικρότερον θα ήτο έως δύο σπιθαμών, το δε μέγιστον, βαρύ, ογκώδες, ήτο σχεδόν τόσον με το ανάστημα του κατόχου του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν