Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 5 Μαΐου 2025


Παρετήρησεν ο Μπάρμπα Σταύρος. Και αληθώς είδον και οι δύο από του παραθύρου να διέρχηται ο κράξας απέξω πρότερον: «άιντε Μπάρμπα Σταύρομε υποδήματα μεγάλα, με σουρτούκο μακρύ αμπαδένιο, με κασκέτο εκ δέρματος προβατίνας μαύρης, ακατεργάστου, ως μαλαχτάρι, και με ένα μάλλινον με πρασινοκόκκινα λωρία μανδήλι ως ζωνάριον περί τον λαιμόν, κρατών εις την κόκκινην εκ του ψύχους χείρα του βαρύ και μακρύ κοντάριον, και βυθιζόμενος εις την μαλακήν χιόνα βήμα προς βήμα, ήτις έτριζε πενθίμως υπό τα βαρέα υποδήματά του κατακαθίζουσα.

Ό,τι είναι βαρύ, το απορροφώσι τα κρεμάμενα νέφη και ο άνεμος το συμπαρασύρει και το τρίβει επάνω εις τας κορυφάς των ελάτων- ο αιθήρ του αρώματος γίνεται αεράκι ελαφρό και δροσερό, με διαρκώς αυξάνουσαν δροσερότητα. Αυτό ήτο το πρωινόν ποτόν του Ρούντυ.

Μιλούσε κάποτε σε κείνη με τρόπο βαρύ και προσταχτικό. Της έρριχνε κατάμουτρα την ταπεινή καταγωγή της και της έδειχνε ξέσκεπα πως του ήταν βάρος μέσα στο σπίτι. Εκείνη δε θύμωνε· τον είχε συνηθίση πια Δε θύμωνε μα τούμπαινε πολλές φορές και στη μύτη. Μάλιστα ένα πρωί που ο Αριστόδημος έλειπε από το σπίτι, σοφίστηκε να τον σκυλιάση στα γερά.

Υπήρχον εν τούτοις καί τινες κατ' έτος ημέραι, κατά τας οποίας όχι μόνον έτρωγαν αλλά και έπιναν οι Ιταλοί μέχρι κόρου, πανηγυρίζοντες διά συμποσίου την επέτειον επαναστατικού τινος κατορθώματος. Αφθόνως τότε έρρεεν ο οίνος της Σαντορίνης, ο μόνος εκ των Ελληνικών ενθυμίζων εις τους εξορίστους της πατρίδος των το γλυκύ δ ά κ ρ υ ο ν τ ο υ Χ ρ ι σ τ ο ύ ή το βαρύ νέκταρ της Μαρσάλας.

Έβλεπεν ότι ο Μανώλης δεν την ενόει και ήθελε να είπη και κάτι άλλο, αλλά το κάτι τούτο ήτο πολύ βαρύ και πελώριον και η γλώσσα της, μεθ' όλην την ευστροφίαν της, δεν ηδύνατο να το κυλίση έξω των χειλέων.

Εγώ μ' αυτά τα χέρια μου βεβαίως δεν θα σε θάψω, γιατί εγώ είμαι νεκρός για σένα. Αν σ' έναν άλλον χρωστώ το ότι ζωντανός είμαι ακόμα, εκείνον ωσάν πατέρα θα τιμώ και θα γηροκομούσα. Άδικα λεν οι γέροντες πως θέλουν να πεθάνουν και ότι βαρεθήκανε την μακρυνή ζωή τους. Μόλις φανή ο θάνατος πως θέλει να τους πάρη. όλοι ευθύς μετανοούν, και βρίσκουν πως το γήρας δεν είναι πια βαρύ γι' αυτούς.

Είπε, κ' εκείνου ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Καλά για μέν', Αντίνοε, πονείς ωσάν πατέρας, 'που 'πες από το μέγαρον ευθύς να φύγη ο ξένος, με βαρύ πρόσταγμα• ο θεός ποτέ να μη το κάμη• δος του απ' αυτά• δεν μου πονεί^ κ' εγώ το λέγω πρώτος. 400 μη την μητέρα μουαυτό φοβήσου ή καν τους δούλους, 'που ευρίσκονταιτα δώματα του θείου Οδυσσέα. αλλ' εκείνο το νόημα συτην ψυχή δεν έχεις• ότι να φάγης προτιμάς παρ' άλλου συ να δώσης».

Πίσω οι σκαφτιάδες έφερναν το βαρύ μάρμαρο, τρικλίζοντας κι αγκομαχώντας. Γύρω και πέρα το ηλιοψημένο χώμα άχνιζε και λαύριζε σαν τη στέρφα γη της Αφρικής. — Μητέρα!.. μητέρα!.. έβγα να ιδής μητέρα! εφώναξε ο Αριστόδημος καθώς πλησίασε στο σπίτι· στη φέρνω τέλος πάντων! Δεν είχε αμφιβολία πως κ' εκείνη θ' αναγάλλιαζε για το ηύρεμά του. Το σπίτι όμως έμεινε κλειστό κ' έρημο. Αμέσως πάγωσε.

Και εκεί που τέτια ήλεγε το φόβο να ξεχάση, Το καρδιοχτύπι το βαρύ να χαμοησυχάση· Και ο Μπάκακας ακλούθαγε να κάνη το ταξίδι, Σιμά τους φανερόνεται, και τους ξαφνίζει, φίδι, Που με κεφάλι σηκωτό μες το νερό αγληστράει, 185 Και πέρα δώθε πλέοντας το δρόμο του τραβάει. Ενέκροσαν τα μέλη τους ευτύς που το δικούνται, Και το κακό τους ριζικό με τρόμο συλλογιούνται.

Επέρασαν απ' ταις εννηά έως το μεσημέρι τρεις ώραις, και δεν έφθασεν ακόμ' η παραμάνα! Αν είχε της νεότητος το αίμα και τα πάθη, θα ήτο γοργοκίνητη· τα λόγια μου 'σαν σφαίρα θα την ‘πέτούσαν να ιδή τον αγαπητικόν μου, κι οπίσω πάλιν και αυτός θα μου την επετούσε. Αλλά του γέρου το κορμί τον θάνατον 'θυμίζει· είν' αργοκίνητον, χλωμόν, βαρύ 'σαν το μολύβι.

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν