Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 8 Ιουνίου 2025


Αυτά 'πε, και όλαις έφθασαν ομάδι τότε η κόραις, μ' ελεεινό παράπονο, με δάκρυα πυρωμένα· των πεθαμένων τα κορμιά πρώτ' έφερναν και κάτωτης καλοτείχιστης αυλής την αίθουσα τα βάζαν, Το’ να με τάλλο σύνεγγυς· ταις έβιαζ' ο Οδυσσέας, 450 και κείναις αναγκαστικά τους πεθαμένους φέρναν· κατόπι τα περίλαμπρα θρονιά και τα τραπέζια με νερό και μ' ολότρυπα σφογγάρια καθαρίσαν. οι τρεις τότε, Τηλέμαχος, Εύμαιος και βουκόλος, με ξύστραις όλον έτριβαν του τεχνικού μεγάρου 455 το πάτωμα· κ' έξ' έπαιρναν κ' ερρίχναν η γυναίκες. και άμ' όλο τακτοποίησαν το δώμα εις κάθε μέρος, ταις κόραις απ' το μέγαρον εσύραν εις την μέση, 'που τον λαμπρόν αυλόγυρον χωρίζει από τον θόλο· εκεί ταις στενοχώρησαν, όθε φυγή δεν είχαν. 460 και ο φρόνιμος Τηλέμαχος τότετους άλλους είπε· «Δεν θέλω εγώ με θάνατον αγνόν να ξεψυχήσουν αυταίς, 'που καταράσθηκαν συχνά την κεφαλήν μου και της μητρός μου, κ' έσμιγαν κρυφά με τους μνηστήραις».

Αυτόν τονέ μαρμαρόστρωσε κατόπι ο Ιουστινιανός, κι από κει ονομάστηκε «Μαρμαρωτόν» καθώς και «Πλακωτόν». Ανατολικά του «Αυγουσταίου» θώραες το Παλάτι, πέρα από τρία άλλα κτίρια που είχανε στημένα ανάμεσα, ενωμένα όμως και τα τρία με στοές. Το πρώτο απ' αυτά τα χτίρια, το πιο ανατολικώτερο, είταν τα λουτρά ο «Ζεύξιππος», χτισμένα κατά τα πρότυπα της Ρώμης.

ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Αυθέντα μου, οι δούλοι σου, ό,τι καλόν κι' αν έχουν, ανθρώπους, χρήματα, παιδιά, και την ζωήν ακόμη, τα έχουν εις την θέλησιν και την διάθεσίν σου και δεν σου δίδουν μ' όλ' αυτά παρ' ό,τι σου ανήκει. ΔΩΓΚΑΝ Πηγαίνομεν να εύρωμεν λοιπόν τον σύζυγόν σου. Τον αγαπώ παραπολύ κι' ούτε ποτέ θα παύση η εύνοιά μου προς αυτόν! Οδήγησέ μ' αν θέλης. Εν τω μεγάρω του ΜΑΚΒΕΘ. Δούλοι και δαυλοί.

Παρ' τ' αυτά προσέθηκε, και φύλαξ 'τα, . . . είνε του παππού σου. Να μάθης γράμματα . . . να τα διαβάσης μόνος σου. Και η τελευταία της γραίας πνοή εσφράγισε το πρωτοχρονιάτικον σωρόν της. Την επομένην πρωίαν ο Γεώργης έφερεν εις τον κύριόν του τα υποδήματά του, ενώ εσπόγγιζε συνάμα διά της παλάμης του τους ερυθρούς εκ των δακρύων οφθαλμούς αυτού.

Ας ζουν δε οι άρχοντες και οι αγρονόμοι κατά τα δύο αυτά έτη κατά τον εξής τρόπον.

Βεβαίως, διότι έκαστος, όσον είναι νέος, αυτά τα πράγματα τα βλέπει από όλας τας άλλας ηλικίας αδυνατώτερα, όταν γηράση όμως, τα βλέπει οξυδερκέστατα. Πολύ ορθά. Τι λοιπόν θα κάμωμεν κατόπιν από αυτά; Άραγε δεν θα υποθέσωμεν ότι έφθασαν και είναι παρόντες οι μετανάσται και τόρα πρέπει να εξετάσωμεν την συνέχειαν του ζητήματος; Πώς όχι;

Ήτο προ πάντων καλή οικοκυρά, φημισμένη καθ' όλην την περιφέρειαν εκείνην των βλάχων και εις αυτά τα πέριξ χωρία. Μετ' ολίγον ετελείωσε το άμελγμα των προβάτων και οι βοσκοί έφερον πλησίον της πυράς μεγάλους λέβητας και καρδάρας πλήρεις γάλακτος, επαφρίζοντος και ψοφούντος, ως ο αφρός σόδας.

Και αν μεν τους καταφέρουν, εξέρχονται εις την ξηράν και παύουν τα βάσανά των· αν όμως δεν τους καταφέρουν, σύρονται πάλιν οπίσω εις τον Τάρταρον και από εκεί εκ νέου εις τους ποταμούς· και δεν παύουν από του να παθαίνουν αυτά έως ότου καταφέρωσιν εκείνους, τους οποίους ηδίκησαν. Διότι αυτή είναι η τιμωρία, η οποία επεβλήθη εις αυτούς από τους δικαστάς.

Αφού είπε αυτά άλλοτε μεν εμπρός εις όλον τον στρατόν, άλλοτε δε εμπρός εις τους ιδικούς του συντρόφους, πουθενά δεν αποδεικνύεται ούτε να προετοίμασε ούτε να εδοκίμασε να σύρη τα πλοία με σκοπόν να ταξιδεύση διά την πατρίδα, αλλά με πολλήν γενναιότητα επεριφρονούσε το να θέλη να ειπή την αλήθειαν.

Αυτά 'πε, και όλοι εκίνησαν κατά το περιγιάλι• κ' ευθύςτην γην ετράβηξαν τ' ολόμαυρο καράβι, και οι ψυχεροί θεράποντες με τ' όπλ' ακολουθούσαν. 360 κ' εκείνοι ομούτην αγορά βαδίζαν ουδ' αφίναν να συγκαθίση άλλος κανείς των νέων ή γερόντων. και ο υιός του Ευπείθη Αντίνοος τότ' είπε προς εκείνους• «Ωιμένα! πώς οι αθάνατοι τούτον τον άνδρα εσώσαν! ήσαν ολήμερα σκοποίταις ανεμώδεις άκραις, 365 κ' εξάλλαζαν αδιάκοπα• και ότ' έφθανε το σκότος δεν ξενυχτούσαμετην γην, αλλάτο γοργό πλοίο επλέαμ' ως το χάραμμα, κρυμμένοι καρτερώντας, του Τηλεμάχου την ζωή να πάρουμε άμα φθάση• κ' εκείνον ωστόσ' έφερε θεός εις την πατρίδα. 370 αλλ' όλεθρον ας εύρουμεν εμείς του Τηλεμάχου, να μη ξεφύγη, τώρα εδώ' κ' ελπίδα εγώ δεν έχω, όσο ζη 'κείνος, να ευρεθή των έργων τούτων άκρη, ότ' ήδη απόκτησεν αυτός σκέψι πολλή και γνώσι, και την αγάπη του λαού δεν έχουμεν ως πρώτα. 375 αλλά βιασθήτε, πριν αυτός εις σύνοδο καλέση τους Αχαιούς• ότι, θαρρώ, δεν θ' αμελήση, θα 'λθη μ' οργή πολλή, θα σηκωθή καιόλους θα κηρύξη, πως φόνον του ωργανίζαμε και πως εσώθη μόλις• και τ' άνομ' έργ' ακούοντας αυτοί δεν θα επαινέσουν• 380 κάποιο κακό θα πάθουμε• μήπως και απ' την πατρίδα μας διώξουν και να φύγουμε μας βιάσουν εις τα ξένα. αλλ' ή μακράν εις τον αγρόν, ή ως έρχεταιτην πόλι, ας τον κτυπήσουμ' έγκαιρα• κατόπι ας μοιρασθούμε τα κτήματ' όλ', αφίνοντας τα σπίτια της μητρός του, 385 να τα 'χη εκείνη και ο γαμβρός 'που θα την πάρη νύμφη. και αν τούτο σεις δεν δέχεσθε, και θέλετε να ζήση αυτός και όλα να χαίρεται τα πατρικ' αγαθά του, ας μη συναθροιζόμεθεν εδώ να καταλυούμε τους θησαυρούς του• και καθείς ας κάμνη την μνηστεία 390 με δώρ' από το σπίτι του, και ας πάρη αυτή τον άνδρα, οπού χαρίση πλειότερα και όποιον της στείλ' η μοίρα».

Λέξη Της Ημέρας

αρματώση

Άλλοι Ψάχνουν