Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 11 Μαΐου 2025
Ο νέος βλέποντας που δεν ημπόρει να ελπίση τίποτε εσηκώθη, και χωρίς να ειπή πλέον άλλο, εμίσευσε και ήλθεν εις την παραθαλασσίαν που ήτον εκεί κοντά· εις της οποίας τον γιαλόν είδε ένα καράβι πραγματευτάδικον, που ήτον αραγμένον· επλησίασε εις αυτό και αντάμωσε τον καραβοκύρην και του είπεν· εγώ έχω μίαν σκλάβαν νέαν πολλά ωραίαν, την αποφάσισα διά να την πουλήσω, με το να μη με αγαπά· αν θέλης να την αγοράσης σου την δίνω διά εκατόν φλωριά· αυτή είνε εδώ κοντά, και αν επιθυμής έλα να την ιδής· Ο καραβοκύρης του είπεν ωσάν είνε έτσι ωραία είμαι ευχαριστημένος να την πάρω εις αυτήν την τιμή, ας υπάγωμεν το λοιπόν διά να την ιδώ.
«Άμοιρε, τι σ' εμίσησεν ο σείστης Ποσειδώνας τρομερά τόσο, και άπειρα κακά 'ς εσέ φυτεύει; 340 αλλ' όσο και αν οργίζεται, δεν θέλει σ' αφανίση• αλλ' έλα κάμε ό,τι σου ειπώ• και ανόητος δεν δείχνεις. γυμνώσου και άσε την πλωτήν οι άνεμοι να πάρουν, και ζήτα την επιστροφή πλέοντας με τα χέρια εκεί, 'που μέλλεις να σωθής, 'ς την χώρα των Φαιάκων. 345 και ιδού, ζώσε το στήθος σου με τ' άφθαρτο μαγνάδι τούτο• να πάθης μη φοβού ποσώς ή ν' αποθάνης• αλλ' άμα φθάσης και την γη κρατήσης με τα χέρια, ξεζώσου το και ρίξε το 'ς τα σκοτεινά πελάγη, πολύ μακράν από την γη, και στρέψε αλλού την όψι». 350
Ο Στάθης είχε σηκωθή, κ' ενίπτετο, κ' εκτενίζετο, κι' αργοπορούσε . . . Ευθύς κατόπιν, έφθασε μία θεία. — Στάθη! έλα γλήγορα! . . . σε γυρεύει ο Θανάσης! . . . την ψυχή στα δόντια! . . . Τελευταίος, και πάλιν ήλθεν ο γέρο-Στεφανής. — Τρέξε γλήγορα! . . . τον αδελφό σου τον μεταλαβαίνουνε. Τέλος εξεκίνησεν ο Στάθης.
Ανοιχτά τα μάτια κ' έβλεπα εμπρός μου παρθένα γαλαζοντυμένη, ολογέλαστη, δροσάτη να μου γνέφη από μακριά και να μου λέγει. — Έλα! Δεν έπιασα πλέον δουλειά. Εδοκίμασα να πάω στο περιβόλι, στο χωράφι, στο αμπέλι· όλα στενόχωρα σαν Κόλαση. Ο ίσκιος της κιτριάς μου εφάνηκε βαρύς και άνοστος· τα κλήματα με τους κόμπους συχαμερά σαν πόδια του αστακού. Τα οργώματα πρόστυχα.
Κάποιος την θύραν μας κτυπά· ακούεις; — Έλα μέσα· 'λίγο νερό την πράξιν μας αρκεί να την ξεπλύνη· τόσον αρκεί! Τι έγεινε το παλαιόν σου θάρρος; Άκουε! Εξακολουθεί ο κρότος εις την θύραν! Το νυκτικόν σου φόρεσε, μη πρέπει να φανώμεν κ' ιδούν πως δεν 'πλαγιάσαμεν. — Μη χάνεσαι εις σκέψεις! ΜΑΚΒΕΘ Να 'ξεύρω το τι έκαμα! Ας ήτο να μη 'ξεύρω την ύπαρξίν μου! Κτύπα συ!
Κάτι μέσα μου τρανολαλεί πως μαζί σου όλα μπορώ να τα τολμήσω και να τα κατορθώσω... Εγώ το χέρι και συ το σπαθί. Έλα και θα ιδής... — Άμποτε· ευχήθηκε κείνη αφίνοντας το κεφάλι της στην αγκαλιά του. Και τότε ποιος θα μπορέση πια να μας αντισταθή ; επρόσθεσε σιγαλά, στυλώνοντας τα μάτια ψηλά σε κάποιο μέλλον φωτεινό και τρισένδοξο. — Αψού!... ακούστηκε πίσω τους ένα δυνατό φτάρνισμα.
Σωκράτης Έλα τόρα· προσπάθησε να μου ειπής πόσον μεγάλη θα είναι εκάστη γραμμή του άλλου χώρου· τούτου εδώ είναι δύο ποδών του δε άλλου χώρου του διπλασίου πόση θα είναι; Παις Φανερόν είνε ότι θα είναι διπλασία.
Να σ' αγκαλιάσω έλα! — Να μου ραγίση την καρδιάν η λύπη, αν ποτέ μου ή του πατρός σου ο εχθρός ή ο δικός σου ήμουν! — ΕΔΓΑΡ Το 'ξεύρω, ω αυθέντα μου. ΔΟΥΞ ΑΛΒ. Που είχες καταφύγει; Ποιος σ' έκρυψε; Πώς έμαθες τα πάθη του πατρός σου; ΕΔΓΑΡ Τα είδα με τα 'μάτια μου, — συνέπασχα μαζί του! 'Σ ολίγα λόγια να σου 'πω, αυθέντα, τα δεινά μου και την καρδιάν μου ύστερα ας την ραγίση η λύπη!
Το τι θα γίνουν λαχταρώ, κεφάλι πια δεν έχω, λες παραζάλη μ' έπιασε, κι' όξω η καρδιά οχ τα στήθια πηδάει, και κάτου μου λυγούν τα γόνατα και τρέμουν. 95 Μα αν να βοηθήσεις θες, αφού και συ δεν έχεις ύπνο, έλα και κάτου στους φρουρούς ας πάμε, για να δούμε μήπως αυτοί απ' την κούραση και νύστα αφανισμένοι ολότελα αποκοιμηθούν και τη φρουρά ξεχάσουν· τι στέκουν δες! κοντά οι οχτροί, μήτε κανείς κατέχει, 100 και νύχτα αν δεν τους συνεμπεί ν' ανοίξουνε κοντάρι.»
Κοντά κοντά τα δυο ταμάξια, κι αυτός ακκουμπάει στη θυρίδα και γλυκομιλά, και γλυκομιλά· μόνο που δε σκύβει να τη φιλήση. Γαλλικά θαρρώ της μιλάει. Ποιος ξέρει τι δουλειές σκαρώνουνε μεταξύ τους, τι καρυδιάς καρύδια είναι κ' οι δυο τους! Έλα μια στιγμή να τους καλοδούμε. Τους γνωρίζω και τους δυο τώρα. Χίλιες φορές τους είδα. Εγώ γέρασα, κι αυτοί λουλουδίζουν ακόμη. Ποτές αυτοί δε γερνούν.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν