Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Είπε• και αυτής τα γόνατα κοπήκαν και η καρδία• αμιλησιά τα λόγια της επήρε, κ' εγεμίσαν δάκρυα τα μάτια, κ' έσβησεν η δροσερή φωνή της. 705 και αργά πολύ μετέπειτα απάντησέ του κ' είπε• «Κήρυκα, το παιδί γιατί μου 'φυγε; δεν συμφέρει εις τα καράβια νά 'μπη αυτός, οπού 'ναι για τους άνδραις 'σαν της θαλάσσης άλογα, και σχίζουν τόσο κύμα. ή μήπως θέλει να χαθήτην γη και τ' όνομά του710

Μπροστά, στο δρόμο, ο Τριστάνος έστησε ένα κλαδί μοσκοκαρυδιάς όπου ήτανε τυλιγμένο αγιόκλημα. Σε λίγο εμφανίζεται στο δρόμο η πομπή. Πρώτα-πρώτα η συνοδεία του Βασιληά Μάρκου.

Τότε, πρώτα-πρώτα, ο Μιστόκλης ως έξυπνος όπου ήτο, επιθυμών να εργασθή πλέον εν τη πόλει, την οποίαν ως όνειρον έβλεπε πάντοτε από την κορυφήν του Λυκαβητού, να δράση και να προοδεύση, ως έβλεπεν από του ύψους εκείνου ότι έδρα και προώδευε κάτω τόσος κόσμος, εζήτησε κ' εύρε την παρά του Θεού ορισθείσαν τω ανθρώπω βοηθόν και σύντροφον εν τω βιωτικώ αγώνι και ήλθεν εις γάμον.

Επάνω εις αυτά λέγει τότε και ο Κτήσιππος: — Αι, φίλοι μας από τους Θουρίους ή από την Χίον, ή και απ' όπου αλλού σας αρέσει να είσθε και να σας λέγουν, θαυμάσια είναι αλήθεια αυτά που λέγετε, και δεν σας μέλλει, βλέπω, να παραμιλήτε ξυπνοί!

Κ' εκεί ο λύχνος έσβυσε, κ' εμείναμεντο σκότος . ΛΗΡ Είσαι η κόρη μου; ΓΟΝΕΡ. Aρκεί! θέλω να κάμνης χρήσιν του λογικού, που βέβαια διόλου δεν σου λείπει, κι' αυτούς τους θυμούς οπού σε κάμνουν τώρα να γίνεσάλλος άνθρωπος παρά το φυσικόν σου. ΓΕΛΩΤ. Μήπως το γαϊδούρι δεν βλέπει πότε το αμάξι σέρνει το άλογο; Εμπρός! Τράβα να μου ζήσεις.

Δεξιά προς ανατολάς αντικρύζει ο μέγας βράχος, εις δέκα πρυμνησίων εναέριον απόστασιν με την ακτήν του Κουρούπη την λευκήν και κυρτήν, όπου φαντάσματα και δαίμονες, σπανίως ορατοί, δεν παύουν να κυλίωσι παμμεγέθεις λίθους, από την σάρραν και τον κρημνόν τον ευόλισθον.

Μου ξάνοιγε τα φορέματα κ' εύρισκε η βροχή καιρό και τόπο να με προυχάη όπου της βόλειε. Άρχισα να τρεμουλιάζω από το κρύο που με σήκωνε. Μ' εφόβιζε κ' η θεομηνία. Μ' έσκιαζαν και τα κλαριά γύρα που μώμοιαζαν 'ςτή μεγάλη μου παραζάλη, 'ςτή φοβερή μαυρίλα και 'ςτο άναμμα του τρικυμού, με κακούς ανθρώπους, με φαντάσματα, μ' ίσκιους. Φώναξα του ξαδερφού μου. Ούτ' εγώ δεν αγροίκησα τη φωνή μου.

Αι πλευραί των βράχων ήσαν επικαλυμμένοι με λεπτόν κρύσταλλον και κύλινδροι πάγου ισοπαχείς με δένδρο, βαρείς σαν ελέφαντες εκρέμαντο εκεί κάτω, όπου κατά το θέρος ο Χείμαρρος μέσατους βράχους αφήνει τον υδάτινον πέπλον του να κυμαίνεται. Πάγου γιρλάντες από φανταστούς κρυστάλλους παρατάσσονται και λαμποκοπούν επάνω εις τα χιονοπασπαλισμένα έλατα.

Η ηλικιωμένη γυνή, άμα αισθανθείσα το επί της άμμου ξερόν σύρσιμον της λέμβου, ηγέρθη από της κωπαστής και ήρχισε να ρίπτη έξω σάκκους ένα-ένα, οίτινες έκαμνον έν πήδημα πρώτον ελαφρόν επί των οστράκων και είτα έμενον εκεί. Παραπέρα, όπου είχον αποβιβάσει τα φορτία των αι άλλαι λέμβοι, θόρυβος ηκούετο.

Και εγώ, είπεν η σουσουράδα, σε φέρνω αυτό το ριπίδι, όπου έδωκε το κάθε πουλί το ωραιότερό του φτερό για να γείνη. Αφού εφόρεσε τα μοναδικά της στολίδια, εφάνηκεν η Μηλιά τόσον ωραία που άρχισαν να υμνολογούν την περίσσεια χάρι της όλα μαζί τα πουλιά. Μόνον εκείνη εξακολουθούσε να είνε ανήσυχη και συλλογισμένη.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν