Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 23 Ιουνίου 2025


Το σύνθετον στρατήγημα του Κλαυδίου, το φαρμακωμένο ποτήρι και το φαρμακωμένο ξίφος, ήθελεν επιτύχη, αν ο Αμλέτος ήταν τόσον ανύποπτος και άκακος, αν ο Λαέρτης ήταν τόσον άκαρδος και αχρείος, όσον ενόμισεν ο Κλαύδιος· αλλά ο Αμλέτος ευλόγως υποπτεύεται το ποτήρι οπού του προσφέρει ο δηλητηριαστής του πατρός του· ο Λαέρτης, πρωτόπειρος εις τα εγκλήματα, αισθάνεται την θέλησίν του να κλονίζεται εις την στιγμήν της εκτελέσεως· εις την συνείδησίν του εγεννήθησαν δισταγμοί οι οποίοι απ' αρχής εξασθενίζουν ανεπαισθήτως την ορμήν του εις τον αγώνα, και, όταν προκαλούμενος από τον Αμλέτον αποφασίζει να τον κτυπήση, τον λαβόνει τόσον ελαφρά, ώστε συμβαίνει να ζήση ο Αμλέτος αρκετήν ώραν διά να μάθη τα πάντα από το στόμα της Γελτρούδης και του Λαέρτου, και να προφθάση να θανατώση τον Κλαύδιον με τα δύο φονικά όργανα τα οποία τούτος είχεν επινοήση.

» Σ' ώριον περιβολάκι με τ' άνθη στολισμένο, » μιαν άνοιξι διαβαίνω να παρηγορηθώ. ΟΛΟΙ. Ω, ω, ω, ω. « Να ξεφαντώσ' ο νους μου από » τοις λογισμούς μου, γιατί με βασανίζουν τα » κάλλ' οπού θωρώ. ΟΛΟΙ. Ω, ω, ω, ω. ΟΛΟΙ. Ω ω, ω, ω, ω. ΑΝΑΤ. Σώπα να διούμε, άι ντελί ζιρζόπ ντικό μου αράδα είναι; χάιδε ας πω πλια.

Τοιαύτη έτυχε την εσπέραν εκείνην και οικία τις, όπου κατώκει άλλοτε γνώριμον εις τους φίλους μας πρόσωπον. Οι εύθυμοι νυκτοπλάνητες είδον φως εις τα παράθυρα, υπέθεσαν φυσικώς ότι ο φίλος των έδιδε συναναστροφήν, και χωρίς τινος δισταγμού εζήτησαν διά του αμαξηλάτου των την άδειαν να αναβώσιν.

Αι βλαχοπούλαι με την μακράν αγκλίτσαν εις χείρας, εντός των εκ λύγου μανδριών, απώθουν ανά μίαν αμνάδα εις την ποριάν, όπου ο βοσκός παραφυλάττων την συνελάμβανε και την ήμελγεν.

Έτσι περπατούσε μαζί μου ένα βράδι στο μεγάλο δρόμο, όπου δεν απαντούσαμε κανέναν και γι' αυτό τον προτιμούσαμε.

Τι άλλο θέλεις να είνε; απήντησεν ο ξένος. — Δεν ειμπορώ να καταλάβω απ' αυτά, είπεν αύθις ο Γύφτος. — Και ποίος ειμπορεί να καταλάβη; — Είνε άλλοι οπού καταλαβαίνουν. — Δεν βαρύνεσαι! — Λοιπόν ουδέ συ δεν ειξεύρεις τίποτε; — Τι ειμπορώ να ειξεύρω; — Αφού είσαι μέσα. — Πού μέσα; — Μέσα στα πράγματα. — Ε, απ' έξω απ' έξω. — Πώς απ' έξω; — Δεν ειξεύρω τα μυστικά. — Διατί; — Δεν μ' εμβάζουν μέσα.

Διότι με ένα ενστικτώδη τρόπον διηύθυνα την ακτίνα ακριβώς εις το καταδικασμένον σημείον. Και την στιγμήν αυτήνδεν σας έχω είπει ότι εκεί όπου βλέπετε τρέλλαν δεν υπάρχει πραγματικώς παρά μία υπεραισθησία των αισθήσεών μου; — την στιγμήν αυτήν, λέγω, να που ένας θόρυβος ελαφρός εκτύπησεν εις το αυτί μου, ένας θόρυβος απονεκρωμένος, ταχύς ωσάν τον θόρυβον ωρολογίου περιβεβλημένου βάμβακα.

Τούτο ενεθάρρυνε πλειότερον τους Μενδαίους, διότι έβλεπαν την καλήν θέλησιν του Βρασίδου, και εκ των συμβάντων της Σκιώνης εσυμπέραιναν ότι δεν ήθελε τους προδώσει· άλλως οι μεταξύ αυτών οπαδοί των Λακεδαιμονίων ολίγοι όντες δεν ήθελαν να παραιτηθούν επιχειρήσεως όπου τόσον είχε προχωρήση, και φοβηθέντες μήπως ανακαλυφθούν ώθησαν τον λαόν να αποστατήση ακουσίως.

«Μακράν και σκοτεινήν «Ζωήν τα παλληκάρια «Μισούν όνομα αθάνατον «Θέλουν και τάφον έντιμον «Αντίς διά στρώμαΟύτως εβόουν· συμφώνως Τ' άρματά τους εβρόνταον Και τ' άντρα.... — Ω δεν ακούω Πλέον παρά τον άνεμον Και τους χειμάρρους. — Εσύ οπού τρέχεις, πρόσμενε Ω στρατιώτα· ειπέ μου, Και ας μη σε κυνηγήση Βόλι του εχθρού, πού επήγαν Οι σύντροφοί σου; «Λείπει ο καιρός.

Δεν επιχειρώ, φιλτάτη, να σου περιγράψω τα θαυμάσια της οικίας, ουδέ τον καλλίτεχνον ευτρεπισμόν των ωραίων αιθουσών του μεγάρου, θα εχρειαζόμην πολλάς σελίδας, ίνα σου καταδείξω διά λέξεων την βαθείαν εντύπωσιν του θαυμασμού, τον οποίον μου επροξένησεν η κατάλευκος και δι' αναγλύφων εκ ναστοχάρτου περίκοσμος αίθουσα κατά την βορειοανατολικήν πρόσοψιν του μεγάρου, η διαιρουμένη εις δύο διά κομψοτάτων στηλών εκ λευκού πεντελικού μαρμάρου, η παρ' αυτή δεξιόθεν μικροτέρα, διακεκοσμημένη διά γραφών και επίπλων κατά τον επί Λουδοβίκου του ΙΕ'. συρμόν, η άλλη παρακειμένη, επί των τοίχων της οποίας ανευρίσκει τις τον ρυθμόν και τας γραφάς των πομπηιανών δωμάτων, το περαιτέρω μαγευτικόν μικρογράφημα των αραβουργημάτων της Αλάμβρας, και τέλος το εκ ξύλου δρυός περίγλυφον εστιατόριον, όπου διαρκώς εστρωμένον κυλικείον ανέψυχε τους διψώντας και ενεδυνάμου τους απαύστως σχεδόν πεινώντας στομάχους των προσκεκλημένων, χορευόντων και μη.

Λέξη Της Ημέρας

πνευματωδέστερος

Άλλοι Ψάχνουν