Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 6 Ιουνίου 2025
Αυτά 'πε και παράγγειλε ταις δούλαις η Αρήτη ευθύς να στήσουν τρίποδα μεγάλον 'ς την φωτία• και αυταίς λουτρικόν τρίποδα 'ς την φλόγα μέσα εστήσαν, 435 έχυσαν μέσα το νερό και κάτω ξύλα εκαίαν• και ζών' η φλόγα την κοιλιά και το νερά θερμαίνει. η Αρήτη ωστόσο το λαμπρό κιβώτιο για τον ξένον έφερε από τον θάλαμο, τα δώρ' αυτού να θέση, τα ενδύματα και τον χρυσόν, 'που οι Φαίακες του δώσαν• 440 κ' έθεσε μέσα φόρεμα κ' έναν χιτώνα ωραίον• και προς αυτόν ωμίλησε με λόγια πτερωμένα• «Συ τώρα ιδέ το σκέπασμα, δέσε καλά τον κόμπο, μη 'ς το ταξείδι, οπού θα πας, κανένας σ' αδικήση, ενώ κοιμάσαι ύπνο γλυκό 'ς το ολόμαυρο καράβι». 445
Μου το έταξε ο θεός. — Νομίζεις ωστόσο πως θα μου φύγης γλήγορα; είπα. Ανατρίχιασα με τα λόγια μου κ' αιστάνθηκα πως λίγο έλειψε να μην μπορέσω να τα προφέρω. — Αυτό δεν το ξέρω, είπε και ξανακκούμπησε το κεφάλι απάνω μου. Ξέρω μόνο πως δε θα το κάμω ποτέ μόνη. Σώπασε και δε βρήκα και γω λόγο να της απαντήσω. Την κοίταξα. Είτανε πάλι απαράλλαχτη όπως τα ευτυχισμένα χρόνια μας.
Αυτές τις μέρες, χωρίς να μπορώ να το εννοήσω πώς και γιατί, μου ήρθε συχνά στο νου το θαλασσινό ταξίδι, που κάμαμε με την Έλσα. Μου ήρθε μαζί με την ανάμνηση του βωβού αγώνα, που έκαμα να την καταφέρω ναγαπήση εκείνο που αγαπούσα και γω. Κ' η ανάμνηση πως το κατώρθωσα κι ωστόσο δεν το κατώρθωσα μ' ερέθιζε και μ' ανησυχούσε μαζί.
Κ' εγώ θα ξεχάσω όλη τη χαμένη ζωή που μεσολάβησε. ΜΙΣΤΡΑΣ — Meglio tardi que mai πάει να πη. Το σχέδιό σου είναι ώμορφο. Ωστόσο εγώ πάω να ιδώ την κόρη σου κ' έφτασα. Με ζητούνε και στο Ένδεκα! Ήρθατε απ' τους πρώτους βλέπω για την απαγγελία. ΦΛΕΡΗΣ — Δηλαδή είχα ανεβεί για μια άλλη δουλειά και βαρέθηκα να κατεβώ. Πότε αρχίζει η απαγγελία; Μήπως ξέρεις; ΑΝΘΥΠΟΛ. — Μα είνε ώρα υποθέτω.
Ο Αμλέτος άμα φθάση θέλει μάθη ότ' είσαι εις την πατρίδα· ωστόσο εμείς θα βάλωμ' άλλους να σε υπερεπαινούν και στίλβωμα να δίδουν διπλό 'ς την φήμην, οπού ο Γάλλος σώχει κάμη· θέλει σας φέρουν 'ς τον αγώνα· θέλει βάλουν στοιχήματα, και αυτός, αστόχαστος, γενναίος, οπού ποσώς δεν βάζει δόλον εις τον νουν του, δεν θα εξετάση τα σπαθιά, και συ με τέχνην έν' ακούμπωτο παίρνεις, κ' έπειτα 'ς την μάχην μ' εκείνο τον περνάς, εκδίκησιν να λάβης διά τον πατέρα σου.
Ωστόσο του νεκρού η φωτιά να λαμπαδιάσει αργούσε· 192 τότε άλλο σκέφτηκε ο γοργός γιος του Πηλιά να κάνει. Στα ξύλα στέκοντας μπροστά, στους διο περικαλιέται ανέμους — Ζέφυρο, Βοριά — κι' ώρια σφαχτά τους τάζει· 195 κι' όλο μ' από χρυσό σταλιές τους ξόρκιζε ποτήρι ναρθούν, που η φλόγα τους νεκρούς να πιάσει χέρι χέρι και να φουντώσουν σύντομα τα στοιβασμένα ξύλα.
ΟΙΔΙΠΟΥΣ Και σε ποιόν τόπον έγεινε αυτό το κρίμα; ΙΟΚΑΣΤΗ Φωκίς ο τόπος λέγεται° σμίγουν οι δρόμοι, που φέρνουν από τους Δελφούς εις την Δαυλία. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Πόσος επέρασε καιρός που έγειναν τούτα; ΙΟΚΑΣΤΗ Λίγον καιρόν προτού να ’λθής εδώ στας Θήβας, τέτοιοι λόγοι σπαρθήκανε μέσα στην πόλιν. ΟΙΔΙΠΟΥΣ Ω Ζευ, τι εσυλλογίσθηκες σ’ εμέ να κάμης; ΙΟΚΑΣΤΗ Τι σου ταράζει την ψυχήν, άναξ, ωστόσο;
Ωστόσο η κόρη του Διός, η Αθηνά η Παλλάδα, παίρνει απ' το χέρι και λαλεί του λυσσασμένου τ' Άρη 30 «Άρη φονιά, ματόβρεχτε, Άρη καστροτινάχτη, δεν τους αφίνουμε τους διο να πολεμάνε τώρα, σ' όπιον του Κρόνου θέλει ο γιος τη νίκη να χαρίσει, κι' ας τραβηχτούμε πίσω εμείς, μη μας θυμώσει ο Δίας.»
Ωστόσο ο Έχτορας βαστάει στο Ζερβοπόρτι τ' άτια 712 κι' εκεί λογάριαζε αν ξανά θα τρέξει στην αντάρα. να πολεμήσει, ή το στρατό θα κλείσει μες στο κάστρο.
Θέρος ήταν κι' ο Ζίνζιρας όλος Σ' της φωνής του το μέριμνο μόνο, Μες τον ίσκιο των δένδρων κρυμμένος· Τον καιρό του διαβαίνει λαλόντας. Το φιλόπονο ωστόσο Μυρμήγκι, Με δουλιάς συγκρατούμενης κόπο, Μέρα νύχτα στιμή δε σιγάει Στη φωλιά του θροφαίς να συνάζη. Το γλυκό καλοκαίρι σκολνάει, Και μαζί του ημερών η γαλήνη· Αρχινάν η βροχαίς κι' οι ανέμοι, Το χειμώνα κοντά προμηνόντας,
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν