Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025
Αφτά 'χε κι' έβγαινε έπειτα στο πανηγύρι τ' Άρη· και σπίτι του σα γέρασε, τα δίνει του Ρεφτάλη, τ' αγαπητού του παραγιού, ναν τα φοράει στη μάχη. Μ' αφτά ο Ρεφτάλης τ' άρματα χαλκοπλισμένος τότες, κάθε αρχηγού τού φώναζε να βγει να μετρηθούνε· 150 κι' αφτοί φοβούνταν ζάρωναν, μηδέ κανείς τολμούσε.
Είπε και χάμαι απόθεσε το τόξο και της θύρας το 'γυρε προς ταις κολληταίς σανίδαις στιλβωμέναις· το ταχύ βέλος έκλινε προς την λαμπρήν κορώνη, 165 κ' εγύρισε προς το θρονί, 'που 'χε καθίσει πρώτα· και πικρά τον ωνείδισεν ο Αντίνοος και του 'πε· «Ποιος λόγος, Λειώδη, σου 'φυγε των οδοντιών το φράγμα, βαρύς, φρικτός, και ως τ' άκουσα θυμός με κυριεύει, ότι, αν εσύ δεν δύνασαι το τόξο να τανύσης, 170 αυτό καρδίαν και ζωήν πολλών θα πάρη ανδρείων. όχι, δεν σ' έχ' η σεβαστή μητέρα γεννημένον τόξων συ να 'σαι τραβηκτής και βέλη ν' ακοντίζης· αλλά μνηστήρες θαυμαυστοί θα το τανύσουν άλλοι».
ΟΦΗΛΙΑ Μ' έπιασε απ' τον αρμόν και, όπως σφικτά μ' εκράτει, 'ς το μάκρος του βραχίονός του οπίσω κλίνει, και με την άλλην του παλάμην, έτσι , επάνω 'ς τα φρύδια του, να ιδή το πρόσωπό μου εβάλθη ως να 'χε να το ζωγραφίση· και 'ς την στάσιν αυτήν μένει πολληώρα· τέλος, αφού πρώτα μου τίναξ' ελαφρά το χέρι και άνω κάτω εκούνησ', έτσι, τρεις φοραίς την κεφαλήν του, έσυρε από τα βάθη στεναγμόν του πόνου, 'πού 'θελε ειπής πως θα του ανοίξη όλο το σώμα, αυτού να ξεψυχήση· κ' ύστερα μ' αφίνει, και με την κεφαλήν στριμμένην προς τους ώμους τον δρόμον του εύρισκε χωρίς τους οφθαλμούς του, ότι χωρίς να τον βοηθούν εβγήκεν έξω, και ως το τέλος 'ς εμέ προσήλονε το φως τους.
Και πίσωθε οι διο Αίιδες αμπόδιζαν τους Τρώες, λες κάβος βραχοστήθωτος που σταματάει το κύμα 747 σαν αφροσπάει κι' ανόφελα λυσσάει ναν τον κλονίσει· 751 έτσι όλο πίσω οι Αίιδες βαρούσαν το γιουρούσι των Τρώων, π' όλοι τους μαζί με πείσμα ακολουθούσαν, μ' άρχους διο ομπρός ατρόμητους, τον Έχτορα κι' Αινεία. Σαν έτσι αφτοί χτυπιόντουσαν, που λες φωτιά 'χε ανάψει.
Ίσα γυμνώνει στη στιγμή τ' ωριόξυστο δοξάρι, 105 τ' αγριοτραγήσο, π' άλλοτες τον τράγο μοναχός του κάτου απ' τα στήθια βάρεσε, εκεί που τον καρτέραε κι' απ' το ποδόχι στον γκρεμό τον είδε να προβάλει· κι' έπεσε χάμου ανάσκελα ο τράγος οχ το βράχο. Κατάκορφα 'χε κέρατα μακριά δεκάξη χούφτες, που ο κερατοπελεκητής του τάδεσε με τέχνη 110 τα γιάλισε όλα, και χρυσό τους έβαλε κοράκι.
'ς το δώμα εκείνου ήλθε η θεά, η Αθήνη, μελετώντας τον γενναιόφρονα Οδυσσηά να φέρη 'ς την πατρίδα. ήλθε 'ς τον πολυδαίδαλον κοιτώνα, όπου εκοιμώνταν 15 'ς το κάλλος και 'ς τ' ανάστημα θεοτική παρθένα, του Αλκίνου του υψηλόφρονα η κόρη Ναυσικάα. σιμά της δυο θεράπαιναις, με κάλλη των Χαρίτων, εις τα δυό πλάγια των λαμπρών θυρών, 'πού 'σαν κλεισμέναις. και ως αύρα εχύθη ανέμου αυτή 'ς της κορασιάς την κλίνη, 20 'ς την κεφαλή της στάθηκεν επάνω και της είπε, με την μορφή της θυγατρός του θαλασσακουσμένου Δύμαντα, 'που 'χε ομήλικην και πολυαγαπημένην• αυτής ωμοιώθη, κ' έλεγεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη•
Αλλά μάλλον φαίνεται πως ήθελε να κρύψη την κοκκινάδα πούχε χυθή στο πρόσωπό της και να στρέψη αλλού την ομιλία. Σε λίγο ένα κορίτσι λέγει του Βαγγελιού: — Δεν είδες πως ήλλαξε η φωνή του Γιωργιού; — Πώς ήλλαξε; είπε το Βαγγελιό· φαίνεται όμως ότι πρώτη αυτή 'χε παρατηρήσει αυτή τη μεταβολή κέκανε πως δεν καταλάβαινε. — Εχόντρινε η φωνή του. Μιλεί βραχνά, σαν τα πετειναράκια, όντε πρωτοκράζουνε.
Δίζεαι όστις σην άλοχον μάλα πάγχυ λεληθώς Καλλιγένειαν υπέρ λεχέων σαλαγεί κατά δώμα; Δούλος Πρωτογένης, τω δη συ χε πάντα πέποιθας• ώπυες γαρ εκείνον, ο δ' αύθις σην παράκοιτιν, αντίδοσιν ταύτην ύβρεως ιδίας αποτίνων.
Κι' εκεί απ' τ' Αδράστου πήρε μια κόρη, κι' είχε αρχοντικά γιομότο βιος και πλούτη, κι' είχε χωράφια 'να σωρό σταρόκαρπα με γύρω πολλές φυτιάς δεντροσειρές· και ζωντανά 'χε πλήθος, κι' είταν κι' απ' όλους τους το πιο γερό κοντάρι στ' Άργος. Μα αφτά ακουστά θαν τάχετε, αν είναι ή όχι αλήθια. 125 Έτσι τυχόντα ή άναντρο δεν έχει να με πείτε και ν' αψηφίστε ότι σας πω, με λόγο αν σας μιλήσω.
Κι' ο Αίας τους σπλαχνίστηκε, πεσμένους σαν τους είδε, 610 και τρέχει αμέσως στέκεται σιμά σιμά στους διο τους και ρήχνει το σπιθόβολο κοντάρι, και τον Άρη σκοτώνει, του Σελάγου γιο, που στην Παισό 'χε πύργο κι' είχε σπαρτά και βιος πολύ, μα να στην Τροία η μοίρα τον έστειλε του βασιλιά βοηθό και των παιδιών του.
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν