Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 17 Ιουνίου 2025


Και αφού κείνοι την όρεξι του γλυκού σίτου εσβύσαν, τους είπεν ο πολύπαθος ο θείος Οδυσσέας· 490 «Ας προβή κάποιος να ιδή μην έφθασε το πλήθος». Τον άκουσε κ' εβγήκ' ευθύς το τέκνο του Δολίου, εις το κατώφλι στάθηκε κ' είδε σιμά το πλήθος, και του Οδυσσέα φώναζε με λόγια πτερωμένα· «Έφθασαν, ήδ' είναι σιμά· καιρός ν' αρματωθούμε». 495

Είχα πάρη, — θυμάσαι σαν τώρα —, το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ' από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς η πέρδικες και τ' αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνίση, ν' αγκαλιάση το κυπαρισένιο της το κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούταν άσπρος σαν χιόνι και δροσερός σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.

Είταν πίσω το περιβόλι, κ' έρχουνταν η Λέλα σαν τον ήλιο κι ανέβαινε τα σκαλοπάτια του σπιτιού. Ποιος, ποιος να μην τη λατρέψη: Άμα φάνηκε, της έδωσα τη ζωή μου. Να της το πω, να την πάρω, να την αρπάξω, να φύγω, να την έχω γυναίκα μου, δική μου, να είναι δική μου όλη μέρα. Την κοίταζα και της φώναζε μέσα μου η ψυχή μου· Εσύ είσαι η μόνη που θαγαπήσω. Η μόνη! η μόνη! ακούς!

Έκαμε λίγα βήματα στο δωμάτιο· νευρικά και γοργά βήματα σαν κάποιος από πίσω να του φώναζε: «ΤρέχαΈπειτα στάθηκε απότομα, γύρισε κατάμπροστα στο Θεομίσητο και με φοβέρα του είπε : — Τήραξε καλά· σύρε αμέσως να σηκοτραφίσης τον τόπο σου!... — Μα... ηθέλησε ν' αντιμιλήση εκείνος, κάνοντας το μισοκακόμοιρο.

Είχα πάρει, — θυμάμαι σαν τώρα — , το τραγούδι που λέει, πως ένα παλληκάρι γυρνώντας νύχτ' από τον πόλεμο που πολεμούσε κι από τη βίγλα που φύλαε, έπεσε να βρη λίγον ύπνο στην αγκαλιά της αγάπης του, κι αυτή μόλις χάραξε η ανατολή κι άρχεψαν τους κελαϊδισμούς η πέρδικες και τ' αηδόνια, του φώναζε να τον ξυπνίση, ν' αγκαλιάση το κυπαρισσένιο της το κορμί και να φιλήση τον αμάλαγο κόρφο της και τον παρθενικό λαιμό, πούτον άσπρος σα χιόνι και δροσερός σαν το κρυόνερο πώρχεται από τα κορφοβούνια.

Δεν αγροίκησες τον άνθρωπον οπού εμβήκε τώρα εδώ μέσα; — Άνθρωπος εμβήκε; Τι λέγεις; — Άνθρωπος, ναι. Κ' εγώ εφοβήθην άμα τον είδα. Έμεινε μισήν ώραν, και έφυγεν. Αυτός μας εκλείδωσεν απ' έξω. — Ω Σατανά! είπεν η νέα, και η οργή εκόχλαζεν εις τα στήθη της. — Φώναζε όσον θέλεις, είπεν αμέριμνος ο Πρωτόγυφτος. Εγώ θα πέσω να κοιμηθώ. Δεν έφεξε ακόμα καλά.

Τόσο ούτε καν τον Αχιλιά δεν τρέμαμε ποτές μας που λεν πως είναι γιος θεάς· μα αφτός παραλυσσάζει, 100 και τέρι στην παλικαριά δεν έχει εδώ κανέναΕίπε, κι' εκείνος άκουσε τα λόγια τ' αδερφού του κι' αμέσως χάμου πήδηξε με τ' άρματα απ' τ' αμάξι. Και σιώντας τα διο κοφτερά κοντάρια πήγε ολούθες μες στο στρατό, και φώναζε να πολεμάν και σφάζουν, 105 και σήκωσε άγριο πόλεμο.

Έμενε κρεμασμένος στη μητέρα του και μου φώναζε από μακριά, θριαμβευτικά γιατί βγήκε αληθινή η προαίστηση του και με κάποια δόση δυσαρέσκειας γιατί έδειξα δυσπιστία στην προαίστηση: — Βλέπεις που ήρθε! Βλέπεις που το ήξερα! — Είσουνα μέσα και κοίταξες, είπα.

Μέσα στη μανία εκείνη του όχλου, που λες και θεριά ξελύθηκαν κ' έτρεχαν από παντού, όχι μια, παρά τρεις πυρκαγιές άναψαν τότες στη Νικομήδεια. Φώναζε ο Γαλέριος πως οι Χριστιανοί τις έβαλαν, αποκρίνουνταν οι Χριστιανοί πως ο Γαλάριος έφταιγε.

Καν με το νου σοφίζεται Το πώς να τον γελάση, Και τη χαψιά να φτάση Οχ το κλαρί ψηλά. Κοντά στη ρίζα εζύγοσε Και με ταπεινοσύνη, Πλαστήν αγαθοσύνη, Τα μάτια χαμπηλά, Κυρ Κόρακα, του φώναζε Πετούμενο αντριομένο, Με χάρες στολισμένο, Εγώ σε προσκυνώ. Ω! πόσο ωραία κ' ώμορφα Αστράφτουν τα λαμπρά σου Αμίμητα φτερά σου Σε χρώμα έτζι σεμνό.

Λέξη Της Ημέρας

στριφογυρισμένα

Άλλοι Ψάχνουν