Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 15 Μαΐου 2025


Πρέπει να ταξίδευαν κατά το χωριό, κ' έχασαν το δρόμο τους, και σαν τους έπιασε η βροχή μπήκανε στο καλύβι. Τέτοιους δαιμόνους δεν τους είχε ο τόπος μας. Οι δικοί μας, το πολύ μας έκλεβαν κανένα γίδι. Μανταλώνω την πόρτα, και γυρίζω και τους βλέπω με μια ματιά σα να τους λέω, δεν έχετε τώρα να φοβηθήτε. Αυτοί παίρνουν τότες καρδιά κι αρχίζουνε στα γερά το ξεφάντωμα. Τους έφερα και κρασί.

Ο τόπος, όπου γεννηθήκαμε, κι' όπου μας φώτισε πρώτη φορά ο ήλιος με τες χρυσές του αχτίδες, είναι για τον καθένα μας τόπος ιερός και αγαπητός, είναι τόπος όπου μαθαίνουμε την αγάπη στη μεγάλη μας πατρίδα, την ελεύτερη και τη σκλαβωμένη ακόμα Ελλάδα, όπως η Εκκλησιά είναι ο τόπος όπου μαθαίνουμε την αγάπη στο Θεό.

Περνάνε, φεύγουνε μακριά, Κι' ακούγονταν ακόμα Εκείνο το τραγούδι τους... 'Σταίς φλαμουριαίς εμβήκα, Σε λόγκο, λόγκο απέραστο. Εκεί το τέλος 'βρήκα Απ' τον Παράδεισο. Σιμάτης Κόλασις το χώμα . . . . Εκ του χάσκω, χαίνω. Ο κενός, άπειρος και χαίνων τόπος.

Επιμεληταί δε αυτών θα είναι οι άρχοντες εκ των αγρονόμων, και θα φροντίζουν πόσους και ποίους χρειάζεται έκαστος τόπος και πού αν κατοικήσουν θα είναι ολιγώτερον οχληροί και περισσότερον ωφέλιμοι εις τους γεωργούς. Εντός δε της πόλεως θα έχουν την ανάλογον επιμέλειαν οι άρχοντες εκ των αστυνόμων. Τόρα δε εις τους αγορανόμους ανήκει να φροντίζουν διά τα καθέκαστα της αγοράς.

Εάν λοιπόν κατά τον υπολογισμόν τούτον το έδαφος εξακολουθήση να υψούται και να αυξάνη κατά την αυτήν αναλογίαν, νομίζω ότι οι Αιγύπτιοι οι κατοικούντες παρά τας όχθας της λίμνης Μοίριος, οι της κάτωθεν κοιλάδος και οι του Δέλτα, μη δυναμένου του Νείλου να κατακλύζη τας γαίας των, θα πάθωσιν επί τέλους ό,τι είπον ότι μέλλουσι να πάθωσί ποτε οι Έλληνες· διότι ακούσαντες ότι βρέχει εις όλην την Ελλάδα και ότι ο τόπος ούτος δεν αρδεύεται υπό ποταμών ως ο ιδικός των, είπον ότι οι Έλληνες θα απατηθώσιν ημέραν τινά εις τας ελπίδας των και θα υποφέρωσι σκληράν πείναν.

Λοιπόν, επειδή τοιούτος φύσει είναι ο κόσμος, ποίον των ειρημένων πραγμάτων θα ηδύνατό τις να θέση άνω ή κάτω χωρίς να φανή δικαίως ότι αποδίδει εις αυτό όνομα, όπερ ουδόλως αρμόζει εις αυτό ; Τω όντι ο τόπος, όστις είναι εν τω μέσω του κόσμου, δεν είναι δίκαιον να λέγηται ότι φύσει είναι άνω ούτε κάτω, αλλά μόνον ότι είναι εις το μέσον, και ο εν τη περιφερεία φανερώς δεν είναι εν τω μέσω, ούτε έχει μέρος τι ιδικόν του, όπερ είναι εις αναφοράν, διάφορον αλλού μέρους προς το μέσον ή προς άλλο, όπερ κείται εις αντίθεσίν προς αυτό . Και όταν τι είναι φύσει πανταχόθεν ομοιό- μορφον, ποία ονόματα εναντία αποδίδων τις εις αυτό και τίνι τρόπω θα ηδύνατο να νομίζη ότι λέγει ορθά; Διότι, και αν 63. | υπήρχεν εις το κέντρον του παντός στερεόν σώμα ισόρρο- πον, ουδέποτε θα ηδύνατο να φερθή εις κανέν των άκρων, αφού ταύτα είναι πανταχόθεν όμοια.

τον θάλαμον τον ύστερον εμπήκε με ταις κόραις, οπ' ήσαν όλ' οι θησαυροί κρυμμένοι του κυρίου, πολυεργασμένο σίδερο, χάλκωμα, και χρυσάφι· 10 τόξον οπισθοτέντωτον εκ' ήταν και φαρέτρα, οπ' είχε μέσα πάμπολλα στεναγμοφόρα βέλη· αυτάτην Λακεδαίμονα του 'δωκε δώρα ο ξένος ο Ευρυτίδης Ίφιτος, όμοιος των αθανάτων. εις την Μεσσήνην έτυχετο σπίτι του Ορτιλόχου 15 του φιλομάχου να ευρεθούν^ 'κεί πήγεν ο Οδυσσέας να λάβη χρέος 'πουαυτόν χρωστούσε ο τόπος όλος· ότι τριακόσια πρόβατα με τους βοσκούς των πήραν Μεσσήνιοιτα πολύσκαρμα καράβι' απ' την Ιθάκη· όθεν μακροταξείδευσε, παίδιος ακόμη, εκείνος, 20 αποσταλμένος του πατρός και των λοιπών γερόντων. ναύρη πάλ' ήλθ' ο Ίφιτος φοράδαις, 'που 'χε χάσει, δώδεκα, και 'που βύζαιναν φερέπονα μουλάρια, οπού κατόπι του 'γειναν φόνος και μαύρη μοίρα, ότετον λεοντόψυχον ήλθεν υιόν του Δία, 25 τον Ηρακλέα, των φρικτών κατορθωμάτων γνώστην, 'που ξένον τουτην σκέπη του τον φόνευσ' ούδ' εντράπη, ο ανόσιος, την τρέπεζα 'που του 'χε παραθέσει, ούτε την δίκη των θεών· αλλ' έσφαξεν εκείνον κ' είχε και ταις φοράδαις του· και, αυταίς ενώ ζητούσε, 30 τον Οδυσσέ' απάντησε και του 'δωκε το τόξο, 'που εφόρει ο μέγας Εύρυτος, και αυτός πριν αποθάνη εις τα υψηλά του μέγαρα του υιού του το 'χε αφήσει. και λόγχη του 'δωκε βαρειά και ξίφος ο Οδυσσέας, αρχήν ξενίας τρυφερής· αλλά δεν γνωρισθήκαν 35 καιτο τραπέζι, επειδή πριν φόνευσ' ο υιός του Δία τον Ευρυτίδην Ίφιτον, όμοιον των αθανάτων, οπού το τόξο του 'δωκε· και ο θείος Οδυσσέας, 'ς τον πόλεμον ότ' έβγαινε μέσατα μαύρα πλοία, τ' άφινε σπίτι, ενθύμημα του αγαπημένου ξένου, 40 και μόνοντην πατρίδα του το τόξο εκείνο εφόρει.

Πώς λοιπόν αποδεικνύεται τούτο, και κατά τι ημπορεί σωστά να ονομασθή ο τόπος μας απομεινάριον της τότε γης; Όλος ο τόπος μας από την επίλοιπον στερεάν εκτεινόμενος εις την θάλασσαν είναι ωσάν ακρωτήριον· το δε πέριξ αυτής δοχείον της θαλάσσης συμβαίνει να είναι όλον πολύ βαθύ.

Ταριστερό φτερούγι του Βελισάριου ως τόσο άρχισε να στενοχωριέται. Μια στιγμή μάλιστα έσπασαν και σκορπιστήκανε. Βλέποντας αυτό το πάθημα οι Ούνοι τρέχουν καβάλλα καταπάνω στους Πέρσους. Προφταίνει όμως ο Φάρος με τους Ερουλούς του, πέφτει στα πισινά τους, και τους κομματιάζει καθώς έφευγαν τρομασμένοι. Έγινε τώρα η προσβολή γενική. Γέμισε ο τόπος Πέρσους νεκρούς.

Να, ωστόσο, είπε ο Αγαθούλης, ένας τόπος, που αξίζει καλύτερα από τη Βεστφαλία. Πήδησε στη γη με τον Κακαμπό κοντά στο πρώτο χωριό που απαντήσανε. Μερικά παιδιά του χωριού, φορώντας χρωματιστά μεταξόρουχα καταξεσκισμένα, παίζανε τις αμάδες στο έμπα του χωριού.

Λέξη Της Ημέρας

τρίκλισμα

Άλλοι Ψάχνουν